Σελίδες

Text Widget

Όποιος σπίτι μένει σαν αρχίζει ο αγώνας κι αφήνει άλλους ν' αγωνιστούν για τη υπόθεσή του πρέπει προετοιμασμένος να 'ναι: Γιατί όποιος δεν έχει τον αγώνα μοιραστεί θα μοιραστεί την ήττα. Ούτε μια φορά δεν αποφεύγει τον αγώνα αυτός που θέλει τον αγώνα ν' αποφύγει: Γιατί θ' αγωνιστεί για την υπόθεση του εχτρού όποιος για τη δικιά του υπόθεση δεν έχει αγωνιστεί.

Μπ. Μπρεχτ

Ετικέτες

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Βασικά κείμενα που θεμελίωσαν τη γραμμή και τη φυσιογνωμία του μ-λ κινήματος της Ελλάδας.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFm8-WFVVSkAeIrS4_2GzuakAl_9KhIpyI0PhMnZiPc_C8h4g_PJkngw_PUxsdrojKVkHcRPXI4WNz1jXXrf8YbXFToQ-TruV78Os8cHImsXqFB3Nzl4hEw5m7mYHOK06Hec2bGoalNsiS/s1600/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B7.jpg
Εισαγωγή του Λαϊκού Δρόμου: 

Πριν από 50 χρόνια, στο 1ο τεύχος της "Αναγέννησης" σημειώνονταν τα παρακάτω:
«Η έκδοση της «Αναγέννησης» δεν είναι αποτέλεσμα μιας ξαφνικής έμπνευσης. Είναι η φυσιολογική κατάληξη, μιας πολύχρονης σκληρής ιδεολογικής πάλης στο χώρο της Αριστεράς.
Από καιρό έχει γίνει συνείδηση στη μεγάλη μάζα των αγωνιστών και των οπαδών της Αριστεράς της χώρας μας, η ανάγκη της απόκτησης ενός δημόσιου βήματος για την προβολή και εκλαΐκευση μιας σειράς σπουδαίων προβλημάτων αρχής πού σχετίζονται με τον προσανατολισμό του κινήματος, την ένταση
και την κατεύθυνση των αγώνων του ελληνικού λαού για την απαλλαγή της χώρας από την ασφυκτική περίπτυξη του ξένου ιμπεριαλισμού, για την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την κοινωνική πρόοδο.
Η τέτοια πορεία των πραγμάτων στο χώρο της Αριστεράς επιβλήθηκε από την ίδια τη σημερινή ηγεσία της και από όσους την στηρίζουν. Απ’ αυτή την άποψη η έκδοση της «Αναγέννησης» αποτελεί την κατάληξη μιας πορείας αλλά ταυτόχρονα και αφετηρία για νέους ιδεολογικούς αγώνες στο χώρο της Αριστεράς, αγώνες που θα κατευθύνονται στο δυνάμωμα της πάλης του ελληνικού λαού εναντίον του ιμπεριαλισμού, και των υποτακτικών του, για την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την κοινωνική πρόοδο, εναντίον του οππορτουνισμού και της πολιτικής της συνθηκολόγησης.
Η «Αναγέννηση» εμφανίζεται μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες. Και θάχει να αντιμετωπίσει κάθε είδους πρόσθετα εμπόδια και δυσκολίες. . .
Αλλά η «Αναγέννηση» θα είναι η πραγματική φωνή της αλήθειας. Και η αλήθεια ούτε υπολογίζει τις δυσκολίες ούτε καταβάλλεται απ’ αυτές. Οι εχθροί της αλήθειας, οι κήρυκες του ψεύδους και τής συκοφαντίας θα βάλλουν τα δυνατά τους για να χτυπήσουν την «Αναγέννηση». Αλλά τα «δυνατά» τους είναι πολύ αδύναμα…»
Μ' αυτές τις γραμμές, μ' αυτά τα λόγια σαν εισαγωγή στο πρώτο τεύχος του, ξεκίνησε την πορεία του το περιοδικό “Αναγέννηση”. Διαβάζοντας τες μισό αιώνα μετά, δεν μπορεί παρά να σημειώσουμε σήμερα την ενάργεια με την οποία οι σκαπανείς της “Αναγέννησης” είδαν τους σκοπούς και τις δυσκολίες της μεγάλης προσπάθειας, του μεγάλου ιδεολογικοπολιτικού αγώνα που ξεκίνησαν για τα “σπουδαία προβλήματα αρχής που σχετίζονται με τον προσανατολισμό του κινήματος”, από τα οποία η ηγεσία της Αριστεράς είχε ξεκόψει. Μέσα από την “Αναγέννηση” τοποθετήθηκαν τα ιδεολογικοπολιτικά θεμέλια για μια πραγματική αναγέννηση του κινήματος της Ελλάδας και άνοιξε τα πανιά του το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα της Ελλάδας που συνεχίζει μέχρι σήμερα τον αγώνα του.
Τιμώντας την επέτειο των 50 χρόνων της έκδοσης της “Αναγέννησης” ξεκινούμε στο “ΛΑΪΚΟ ΔΡΟΜΟ” την παρουσίαση βασικών κειμένων και άρθρων της που θα συνεχισθούν με την παρουσίαση και άλλων κειμένων από τα έντυπα και τις εκδόσεις του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος. Το κείμενο που παρουσιάζουμε σήμερα, με τίτλο “ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ” είναι από το τεύχος Αρ.1 της “Αναγέννησης”, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1964. Θα δημοσιευθεί σε δυο συνέχειες, και όπως μπορεί να παρατηρήσει ο αναγνώστης του, η ολοκληρωμένη κριτική του σε μια σειρά πο­λιτικές θέσεις και πρακτικές διατηρεί επίκαιρη σημασία και εξαιρετι­κό ενδιαφέρον για τους αγωνιστές του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος.
Για μια πραγματική αναγέννηση
του κινήματος και της Ελλάδας
Η ΗΓΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΟΠΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ

Αποτελεί σήμερα κοινή πεποίθηση της μεγάλης μάζας των αγωνιστών της Αριστεράς ότι το κίνημά μας βρίσκεται σε ένα λαθεμένο και εξαιρετικά επικίνδυνο δρόμο. Γενική και έκδηλη είναι τώρα η βαθιά ανησυχία των αγωνιστών για την κατάσταση του κινήματος, και κοινά και έντονα είναι τα ερωτήματα, που προβάλλουν: Πώς και γιατί φτάσαμε εδώ; Πού πάμε; Τι πρέπει να γίνει για να μπει το κί­νημα στο σωστό δρόμο της επιτυχούς ανάπτυξης;
Για να δοθεί μια σωστή απάντηση στα ερωτήματα αυτά χρειάζεται, πριν απ’ όλα, να γίνει μια σωστή εκτίμηση των αλλαγών και προσανατολισμών, που επιβλήθηκαν στο κίνημά μας στα πλαίσια της «ανανεωτικής στροφής» των τελευταίων χρόνων, καθώς και των συγκεκριμένων συνθηκών που επικρατούσαν στο κίνημά μας, όταν εκδηλώθηκε η «στροφή» αυτή.

Λαμπροί αγώνες του λαού, που χαντακώνονται από την άσκηση λαθεμένης ηγεσίας.
Στα τελευταία είκοσι πέντε, πάνω - κάτω, χρόνια, ο λαός μας διεξήγαγε σκληρούς και ηρωικούς αγώνες για την Ελευθερία και την Εθνική Ανεξαρτησία, για τη Δημοκρατία και την Ειρήνη, για ένα πραγματικά καλύτερο, φωτεινό αύριο. Λαμπρός σταθμός των αγώνων αυτής της περιόδου στάθηκε η Αθάνατη Εθνική Αντίσταση του λαού μας εναντίον των χιτλεροφασιστών επιδρομέων, που αποτελεί πάντα όχι μόνο έναν αναφαίρετο τίτλο τιμής και περηφάνιας για την Πατρίδα μας, αλλά και μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τον αγωνιζόμενο λαό μας.
Σε όλα αυτά τα χρόνια ο λαός μας πάλεψε σκληρά, με απαράμιλλη πίστη, αυτοθυσία και ηρωισμό. Και οι αγώνες του αυτοί δεν πήγαν χαμένοι! Η Αριστερά ρίζωσε βαθιά, με ακατάλυτους δεσμούς, στο λαό, αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή όλων των μεγάλων εθνικών και δημοκρατικών αγώνων του τόπου και ο λαός βρήκε σ’ αυτήν το στήριγμα και την ελπίδα του - τη μόνη εκείνη πρωτοπόρα δύναμη, που μπορεί να τον οδηγήσει στην πλατιά λεωφόρο της πραγματικής αναγέννησης της Πατρίδας μας!
Αλλά οι αγώνες αυτοί μπορούσαν να είχαν κιόλας οδηγήσει σε επιτυχία. Τι φταίει, όμως, που δεν έγινε αυτό; Η ζωή απέρριψε όλα τα «θεωρητικά» κατασκευάσματα, όλες τις «κριτικές ανατομίες», που απέβλεπαν στη συγκάλυψη της πραγματικότητας, στη συγκάλυψη των ευθυνών και στην επίρριψή τους σε άλλους, και αντίστροφα, και έδωσε κατηγορηματικά την απάντησή της: φταίει η ριζικά λαθεμένη ηγεσία, που ασκήθηκε στο κίνημα σε όλα αυτά τα χρόνια.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgAtUW_F2Nr-D22skk9WM8CfDw76ZiYtuljxpyZbSAQNqSsRauHaGF_rZ3oe8FulJbBUEmmPmEGQseLgYmT5p3TPKmB6BYgyAhNQ_gjB3Pjr1QiM4kBRJXoc4Fi7f5k6ODOv6oHhRAFTZFd/s1600/anagennissi.jpgΑχαλίνωτη εκστρατεία για την ανατροπή των θεμελίων του αριστερού κινήματος με τη σημαία της «αλλαγής» και του «νέου πνεύματος».
Στην περίοδο, που εκδηλώθηκε η «στροφή», το αριστερό κίνημα της χώρας μας, παρά τους σημαντικούς λαϊκούς αγώνες, που είχαν αναπτυχθεί προηγούμενα, βρισκόταν κάτω από τη βαριά επίδραση μιας λαθεμένης ηγεσίας, με όλες τις αρνητικές συνέπειές της για το κίνημα και το λαό. Ολοένα και πιο έντονα πρόβαλλε, από τα ίδια τα πράγματα, η ανάγκη μιας σωστής, βαθιάς και ολόπλευρης εξέτασης της όλης πορείας του κινήματος, έτσι ώστε να γίνει μια ολοκληρωμένη εκτίμηση των θετικών και των αρνητικών πλευρών της δράσης του, να διορθωθεί η λαθεμένη ηγεσία και να εξασφαλισθεί μια σωστή ηγεσία, πράγμα που θα προωθούσε το κίνημα στο δρόμο της επιτυχούς ανάπτυξης.
Μέσα ακριβώς στις συνθήκες αυτές εκδηλώθηκε και επιβλήθηκε στο κίνημά μας η «ανανεωτική στροφή», —χάρη σε συγκεκριμένα διεθνή πλαίσια, που διαμορφώθηκαν την περίοδο εκείνη.
Τι ήταν η «στροφή» αυτή, ποιο το περιεχόμενό της και ποιοι οι σκοποί της; Διακηρύχθηκε επανειλημμένα, πως «πρόκειται για μια βαθιά ριζική, χωρίς προηγούμενο, αλλαγή».
Πραγματικά, πρόκειται για «ριζική αλλαγή». Προς ποια κατεύθυνση και με ποια έννοια όμως;
Αντί για την αντικειμενική εκτίμηση των λαθών του παρελθόντος, έγινε μια αδίσταχτη καπηλεία λαθών, υπαρκτών και ανύπαρκτων, κατάφωρη διαστρέβλωση πραγματικών γεγονότων, παραμόρφωση της πραγματικότητας.
Αντί για μια αντικειμενική εκτίμηση των επιτυχιών του παρελθόντος έγινε, ουσιαστικά, μια πρωτοφανής προσπάθεια μηδενισμού όλης της προηγούμενης ιστορίας του κινήματος, διαγραφής των καλύτερων αγωνιστικών του παραδόσεων.
Αντιστράφηκαν καθιερωμένες, δοκιμασμένες στην πολύχρονη πρακτική του κινήματος, αξίες. Νομιμοποιήθηκαν, καθιερώθηκαν και εφαρμόσθηκαν μέ­θο­δοι ριζικά ξένες προς τις αρχές του κινήματος.
Επιδιώχθηκε με όλα τα δυνατά μέσα η διαστρέβ­λωση και ο ευνουχισμός των αγωνιστικών συνειδήσεων.
Στα λόγια «αναστήλωση του κινήματος», στην πράξη κατάλυση των πάντων. Ένας ακράτητος «πυρετός» «ανανέωσης» των πάντων, δηλ. μια αχαλίνωτη εκ­στρατεία για την ανατροπή των ίδιων των θεμελίων του κινήματος με τη σημαία της «αλλαγής» και του «νέου πνεύματος».
Κι όλα αυτά με ένα καθορισμένο σκοπό: να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος στο φιλελευθερισμό, να περάσει η «νέα» οππορτουνιστική γραμμή και, φυσικά, έτσι να καλυφθούν και συγκεκριμένες ευθύνες. Με άλλα λόγια, αντί για διόρθωση της λαθεμένης ηγεσίας, παραπέρα βάθαιμα της λαθεμένης ηγεσίας.
Αλλά, ποια ήταν αυτή η «νέα» γραμμή; Τώρα, ύστερα από αρκετά χρόνια πρακτικής δοκιμασίας της και με βάση τα σημερινά δεδομένα, μπορούμε να τη διακρίνουμε ακόμα πιο καθαρά:

Ουσιαστική παραίτηση από την επιδίωξη ριζικών αλλαγών στη ζωή του τόπου - προσαρμογή στα πλαίσια και στις απαιτήσεις της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων.
Όλη η μεταπολεμική εξέλιξη έδειξε ξεκάθαρα, πως η βασική πηγή της κακοδαιμονίας της Ελλάδας είναι η απροκάλυπτη και παντοειδής επέμβαση των ξένων ιμπεριαλιστών στις εσωτερικές υποθέσεις της, η υποδούλωσή της στον ξένο ιμπεριαλισμό, η επιβολή ενός στυγνού καθεστώτος εθνικής υποτέλειας και ξενοδουλείας στη χώρα μας.
Και ακριβώς αυτό το καθεστώς της ξενοκρατίας στάθηκε το κύριο στήριγμα της ντόπιας αντίδρασης - που τα συμφέροντά της είναι αναπόσπαστα δεμένα με τους ξένους για την εγκαθίδρυση και διατήρηση ενός αντιλαϊκού εσωτερικού καθεστώτος πείνας και εξαθλίωσης, βίας και κατατρεγμών, ωμής καταπάτησης και των στοιχειωδέστερων οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων του λαού. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η ίδια η ζωή πρόβαλλε επιτακτικά το καθήκον της αποφασιστικής οργάνωσης και καθοδήγησης των πιο πλατειών λαϊκών μαζών στον αγώνα για την ανατροπή του καθεστώτος αυτού, για το γκρέμισμα της ξενοκρατίας και των ντόπιων υποστηρικτών και λακέδων της, για την εγκαθίδρυση ενός πραγματικά δημοκρατικού καθεστώτος, μόνου ικανού να εξασφαλίσει και κατοχυρώσει την αληθινή εθνική Ανεξαρτησία και να μπάσει την Ελλάδα στο δρόμο της παραπέρα πραγματοποίησης των αναγκαίων και ώριμων μετασχηματισμών για την ευημερία του λαού και το καλό του τόπου και της Πατρίδας.
Η άμεση αυτή απαίτηση, που τα ίδια τα πράγματα έθεταν στην ημερήσια διάταξη, έπρεπε να αποτελεί την αφετηρία και το μπούσουλα για τη χάραξη και την εφαρμογή μιας συνεπούς πολιτικής από την πλευρά της Αριστεράς.
Πώς αντιμετώπισε όμως το ζήτημα η ηγεσία της Αριστεράς;

Προσπάθεια περιορισμού των προοπτικών του κινήματος.
Στο πρώτο διάστημα της «στροφής», έγινε πολύς θόρυβος, —με άρθρα, θεωρητικές αναλύσεις, εισηγήσεις, λόγους κτλ. κτλ. — για τη «ριζική αντιιμπεριαλιστική εθνικοδημοκρατική αλλαγή» και ταυτόχρονα διακηρύχθηκε, πως «η αλλαγή αυτή θα ανοίξει το δρόμο για βαθύτερους μετασχηματισμούς».
Μπαίνει αμέσως το ερώτημα: Ποιος ήταν ο σκοπός όλων αυτών των «αναλύσεων» και τοποθετήσεων; Μήπως η χάραξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής στη βάση της δημιουργικής αντιμετώπισης της συγκεκριμένης κατάστασης στην Ελλάδα; Ή, μήπως, με το πρόσχημα ακριβώς της «δημιουργικής αντιμετώπισης», ο περιορισμός των σκοπών του κινήματος; Μια επιφανειακή εξέταση των πραγμάτων οδηγεί στην αποδοχή του πρώτου συμπεράσματος. Η σύγκριση όμως των διακηρύξεων και των πράξεων, τα ίδια τα γεγονότα, επιβε­βαιώνουν κατηγορηματικά το δεύτερο συμπέρασμα.
Σ’ όλο το διάστημα, που μεσολάβησε από τότε, το ζήτημα των «βαθύτερων μετασχηματισμών» αντιμετωπίστηκε σαν ένα ζήτημα τόσο «μακρινής προοπτικής» και τόσο ξεκομμένο από τα σημερινά, άμεσα προβλήματα του κινήματος, ώστε ουσιαστικά εξαφανίσθηκε βαθμιαία από την όλη προ­πα­γαν­δι­στική - διαφωτιστική δουλειά της Αριστεράς. Στην πραγμα­τι­κότητα, οι απώτερες προοπτικές του κινήματος «συγ­­χωνεύ­θη­καν» στις άμεσες επιδιώξεις.

Θεωρίες και πρακτική «ενδιάμεσων φάσεων» για τη «βαθμιαία πραγματοποίηση της εθνικοδημοκρατικής αλλαγής» που ουσιαστικά οδηγούν στην παράταση του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και της εθνικής υποτέλειας.
Η ίδια ακριβώς —με τις δικές της βέβαια αναλογίες— πορεία βαθμιαίου περιορισμού ακολουθήθηκε και σε σχέση με το καθήκον του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, που άμεσα πρόβαλλε και προβάλλει η κατάσταση.
Κάτω από την πίεση του ιμπεριαλισμού και μπροστά στις δυσκο­λίες που αναπόφευκτα θα συναντούσε ένας αποφασι­στικός αγώνας εναντίον του, η ηγεσία της Αριστεράς βαθμιαία εγκατέλειψε την πάλη εναντίον της κύριας αιτίας της κακοδαι­μονίας του τόπου, δηλαδή της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και υποδούλωσης, και προσανατολίστηκε αποκλειστικά σε μερι­κό­τερους αγώνες εναντίον των συνεπειών της. Επινοήθηκαν διάφορες θεωρίες περί ενδιάμεσων φάσεων ή μεταβατικών στα­δίων προς την εθνικοδημοκρατική αλλαγή και υιοθετή­θηκε μια πρακτική, που ουσιαστικά έθετε και θέτει την πάλη για την κατάλυση της ξενοκρατίας σε ένα επίπεδο απώτερης προοπτικής.
Έτσι, αρχικά προβλήθηκε σαν πρώτο στάδιο η «δημοκρατική στροφή», δηλαδή η απομάκρυνση της Κυβέρνησης Καραμανλή από την εξουσία. «Η απομάκρυνση της Κυβέρνησης αυτής —τονίσθηκε — θα αποτελούσε το πρώτο βήμα για να ανοίξει ο δρόμος προς την Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή»(1)· Αλλά, όπως διδάσκει η πείρα, το κρίσιμο σημείο σε κάθε σύνθημα είναι το περιεχόμενο, που δίνεται σ’ αυτό. Σε σχέση με το σύνθημα για την απομάκρυνση της Κυβέρνησης Καραμανλή, υπήρχαν κατ’ αρχήν, δύο ενδε­χόμενα:
Πρώτο, το σύνθημα αυτό να αντιμετωπισθεί σα σύνθημα αποφασιστικής πάλης εναντίον της αμερικανοκρατίας και του ντόπιου υπηρέτη της - της κυβέρνησης Καραμανλή. Αυτό προϋπόθετε μια ανάλογη οργάνωση, καθοδήγηση και κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα. Στην περίπτωση αυτή η ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή θα μπορούσε να σημάνει ταυτόχρονα την επιβολή σοβαρών, και κάτω από ορισμένες συνθήκες ριζικών, αλλαγών στο καθεστώς της αμε­ρι­κανοκρατίας και της εθνικής υποτέλειας.
Δεύτερο, το σύνθημα αυτό να αντιμετωπισθεί σα σύνθημα για την επίτευξη μιας κάποιας βελτίωσης στην κατάσταση, μιας πρώτης αλλαγής, ας είναι και όχι σημαντικής. Αυτό ανα­πόφευκτα θα οδηγούσε στο ουσιαστικό ξέκομμα από το λαϊκό παράγοντα σαν αποφασιστικού συντελεστή των αλλα­γών και στον προσανατο­λισμό σε μικροπολιτικούς ελιγ­μούς σε επί­πεδο κορυφών.
Στην περίπτωση αυτή η απομάκρυνση της Κυβέρνησης Καραμανλή δε θα έθιγε καθόλου τα βάθρα του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και της εθνικής υποτέλειας.
Η ηγεσία της Αριστεράς απέρριψε τον πρώτο δρόμο. Η βασική αντίληψη, που κατεύθυνε τη δραστηριότητά της ήταν η αντίληψη, πως είναι δυνατό, ενώ θα διατηρούνται ακόμα τα βάθρα της αμερικανοκρατίας, να επιτευχθούν μέσω συνεχών μικρών «αλλαγών και βελτιώσεων», ουσιαστικές αλλαγές στη ζωή του τόπου. Πρόκειται για τη θεωρία του «βαθμιαίου ξηλώματος της αμερικανοκρατίας». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή θα έπρεπε το ζήτημα της ανατροπής των βάθρων της αμερικανοκρατίας να περιορισθεί στα πλαίσια μιας γενικόλογης, αφηρημένης και ευκαιριακής προπαγάνδας, να αντιμετωπισθεί όχι σαν ζήτημα άμεσης, πρακτικής δράσης αλλά σα ζήτημα «απώτερου μέλλοντος» και «τελικής προοπτικής» και πρώτα να επιτευχθεί, «πάση θυσία», η απομάκρυνση της κυβέρνησης Καραμανλή για να επιβληθεί μια «πρώτη αλλαγή». Να ακολουθήσει ύστερα μια «δεύτερη αλλαγή» με την επόμενη κυβέρνηση, μια «τρίτη αλλαγή» με μια άλλη κ.ο.κ. ώσπου να ολοκληρωθεί η «ριζική εθνοδημοκρατική αλλαγή» (ίσως χωρίς καλά - καλά και να το καταλάβουν οι ξένοι ιμπεριαλιστές!) Τι αφέλεια και τι παραλογισμός! Και ακριβώς στη βάση αυτή οικοδομούνται οι «ποικίλες» και αναρίθμητες «φάσεις» ή «στάδια» προς την εθνικοδημοκρατική αλλαγή. Αλλά η θεωρία αυτή δεν οδηγεί πουθενά ή, πιο σωστά, οδηγεί στην παράταση της αμερικανοκρατίας. Γι’ αυτό και με την εφαρμογή της, η απομάκρυνση της κυβέρνησης Καραμανλή δεν οδήγησε, από πλευράς εξουσίας, παρά σε μια «ανανέωση» του καθεστώτος της εθνικής υποτέλειας.

Το «Πρόγραμμα ουσιαστικού εκδημοκρατισμού» ένα μέσο για την εξαπάτηση των μαζών και την καλλιέργεια της ιδέας της αλλαγής του ταξικού χαρακτήρα του Κράτους και της συνεργασίας των τάξεων.
Σήμερα, αφού «επιβλήθηκε μια ορισμένη στροφή προς τη Δημοκρατία»(2), διακηρύσσεται η ιδέα ενός «νέου» σταδίου. «Έτσι μέσα στις σημερινές καινούργιες συνθήκες, προβάλλει το κύριο πρόβλημα, το κεντρικό καθήκον αυτής της φάσης: Να εξασφαλισθεί η στερέωση των δημοκρατικών κατακτήσεων και προ παντός η ουσιαστική αποκατάσταση της Δημοκρατίας σ’ όλους τους τομείς»(3). Πρόκειται για το «αναπτυγμένο και ολοκληρωμένο πρόγραμμα αιτημάτων ουσιαστικού εκδημοκρατισμού σε όλους τους τομείς, πρόγραμμα αιτημάτων των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων»(4), που ενέκρινε τον περασμένο Μάιο η ΣΤ' Σύνοδος της Δ.Ε. της Ε.Δ.Α.
Τίθεται αμέσως ένα πρώτο ζήτημα: το πρόγραμμα αυτό καλύπτει «ολόκληρη την εθνικοδημοκρατική αλλαγή» ή ένα μέρος της «πορείας προς την εθνικοδημοκρατική αλλαγή»; Είναι φανερό, πως μπορούν να υπάρξουν δύο απαντήσεις: Πρώτο, ότι καλύπτει «ολόκληρη την εθνικοδημοκρατική αλλαγή», αφού πρόκειται για ένα «αναπτυγμένο και ολοκληρωμένο πρόγραμμα αιτημάτων ουσιαστικού εκδημοκρατισμού σε όλους τους τομείς» (Υ.Σ.). Αλλά τότε θα βρισκόμασταν μπροστά σε ένα αντιφατικό, παράλογο σχήμα: «ολοκληρωμένη η εθνικοδημοκρατική αλλαγή» να καλύπτεται με μια φάση (ο χαρακτηρισμός ανήκει στην ηγεσία της Ε.Δ.Α.) της πορείας προς την εθνικοδημοκρατική αλλαγή»! Δεύτερο, ότι καλύπτει ένα μέρος (μια φάση) της «πορείας προς την «εθνικοδημοκρατική αλλαγή» σύμφωνα με τη θεωρία της «βαθμιαίας μετάβασης». Παρ’ όλη την ασάφεια, που χαρακτηρίζει τα κείμενα της ηγεσίας της Ε.Δ.Α., την αληθινή σύγχυση εννοιών, όρων και διατυπώσεων, που παρατηρείται σ’ αυτά, πρέπει να συμπεράνουμε, πως το «πρό­γρα­μμα ουσιαστικού εκδημοκρατισμού» αφορά μια από τις «φάσεις» της «πορείας προς την εθνικοδημοκρατική αλ­λαγή», γιατί στην ίδια παραπάνω εισήγηση της Ε.Ε. (ΣΤ' Σύνοδος της Δ.Ε.) ακολουθεί ειδικό κεφάλαιο, όπου τονίζεται, πως «Η ΤΕΛΙΚΗ μας προοπτική είναι η πραγματοποίηση της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής» και γίνεται αναφορά στο πρόγραμμα της Ε.Δ.Α., που ψήφισε το Α' Συνέδριό της.
Αλλά προβάλλει το ερώτημα: Τι σημαίνει ουσιαστικός εκδημοκρατισμός; Σύμφωνα με την προοδευτική θεωρία ουσία θα πει βάση, θεμέλιο, ρίζα... Επομένως, ουσιαστικός εκδημοκρατισμός σημαίνει ριζικός εκδημοκρατισμός.
Ολόκληρη η εκστρατεία προβολής και εκλαΐκευσης του «ολοκληρωμένου προγράμματος ουσιαστικού εκδημοκρατισμού σε όλους τους τομείς» κατατείνει στην καλλιέργεια αυτής ακριβώς της ιδέας, ότι δηλαδή είναι δυνατό στα πλαίσια της αμερικανοκρατίας και ενώ θα διατηρούνται ακόμα τα βάθρα της, να επιβληθούν ριζικές, θεμελιώδεις αλλαγές στη ζωή του τόπου. Η ιδέα αυτή, όσο και αν προβάλλεται, περιβάλλεται και στολίζεται με περίτεχνες φράσεις δεν έχει, ωστόσο, τίποτα το πρωτότυπο. Είναι μια παλιά, πολύ παλιά, σκουριασμένη πια, ιδέα, που η πρακτική του κινήματος την απέρριψε και την ξετίναξε από καιρό.
Όλη η ιστορία των ταξικών κοινωνιών έδειξε ξεκάθαρα, πως το βασικό ζήτημα κάθε ριζικής αλλαγής είναι ζήτημα κρατικής εξουσίας. Στις κοινωνίες αυτές, η κρατική εξουσία, το πολιτικό καθεστώς, έχει σαν αποστολή τη στήριξη και υπεράσπιση των βασικών συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων, την κατάπνιξη κάθε αντίστασης, που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα αυτά. Στις χώρες, που βρίσκονται κάτω από ξενική κυριαρχία, η κρατική εξουσία χρησιμοποιείται, πριν απ’ όλα, για τη στήριξη και διατήρηση της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και καταλήστευσης, την κατάπνιξη της αντίστασης και πάλης των λαϊκών μαζών.
Εφόσον λοιπόν η κρατική εξουσία στην Ελλάδα θα ελέγχεται, θα βρίσκεται στα χέρια των ξένων ιμπεριαλιστών και της εσωτερικής αντίδρασης, θεμελιώδεις, ριζικές αλλαγές στη ζωή του τόπου είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν.
Εφόσον η κρατική εξουσία στην Ελλάδα θα ελέγχεται, θα βρίσκεται στα χέρια των ξένων ιμπεριαλιστών και της εσωτερικής αντίδρασης, τα συνθήματα «για τον περιορισμό της ασυδοσίας και για τον έλεγχο των μονοπωλίων»(5), «σχεδίασμό της οικονομικής ανάπτυξης σε δημοκρατική βάση»(6), για «εξάλειψη του αντικομμουνισμού σαν κρατικής ιδεολογίας»(7), που προβάλλονται στο «πρόγραμμα ουσιαστικού εκδημοκρατισμού», θα προορίζονται απλώς να εξαπατούν τις λαϊκές μάζες, να συγκαλύπτουν τον ταξικό καταπιεστικό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της κρατικής αυτής εξουσίας του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και της εθνικής υποτέλειας. Η παραγνώριση του τέτοιου χαρακτήρα της σημερινής κρατικής εξουσίας έχει σα βάση της την αντίληψη για την αλλαγή της φύσης του αστικού κράτους, για την «αποταξικοποίησή» του μέσα στη διαδικασία του «εκδημοκρατισμού» και ακριβώς γι’ αυτό οδηγεί στην προβολή της ιδέας της «συνεργασίας του κράτους και των λαϊκών οργανώσεων»(8), δηλαδή της ιδέας της συνεργασίας των τάξεων, της «ταξικής ειρήνης». Μα η ζωή απορρίπτει τις σκουριασμένες αυτές ιδέες και αποκαλύπτει κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή το ωμό, στυγνό ταξικό πρόσωπο του αστικού κράτους.
Για να πραγματοποιηθούν ουσιαστικές θεμελιώδεις αλλαγές στη ζωή του τόπου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ανατροπή του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και της υποτέλειας, η άνοδος στην εξουσία των λαϊκών δυνάμεων της πρωτοπόρας εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η κύρια προσοχή του κινήματος σ’ αυτό το στόχο πρέπει να είναι συγκεντρωμένη, και μέσα σε ένα τέτοιο πνεύμα πρέπει να διαπαιδαγωγούνται, να οργανώνονται και να καθοδηγούνται οι λαϊκές μάζες.
Αλλά μήπως αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί ο αγώνας για τα καθημερινά ζητήματα, ο αγώνας για την ικανοποίηση μερικώτερων διεκδικήσεων, ο αγώνας για την πραγματοποίηση των αιτημάτων, που προβάλλει κάθε φορά η στιγμή; Όχι, βέβαια! Η παραμέληση, η εγκατάλειψη αυτών των αγώνων θα αποτελούσε καθαρό σεκταρισμό. Θα μετέτρεπε τον προσανατολισμό για την άνοδο των λαϊκών δυνάμεων στην εξουσία σε ένα καθαρά προπαγανδιστικό σύνθημα, θα του αφαιρούσε ακριβώς τη βάση για την πραγματοποίησή του. Το ζήτημα δεν είναι η άρνηση των μερικώτερων αγώνων αλλά η σωστή εκτίμηση της σημασίας τους και ο σωστός τρόπος αντιμετώπισής τους.
Η ίδια η ζωή απέδειξε, ότι και μέσα στις συνθήκες της αμερικανοκρατίας, ο λαός έχει τη δυνατότητα με την πάλη του να προβάλλει μια αποτελεσματική αντίσταση κατά των καταπιεστών και εκμεταλλευτών του, να πετύχει τη σχετική ικανοποίηση μερικώτερων οικονομικών και πολιτικών αιτημάτων του, να υπερασπίσει κατακτημένες θέσεις του και να κατακτήσει νέες.
Η απελευθέρωση χιλιάδων φυλακισμένων και εξόριστων αγωνιστών στα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από την αντιδραστική δεξιά και οι ορισμένες δημοκρατικές κατακτήσεις, που πέτυχε ύστερα από την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή, είναι μια απόδειξη γι’ αυτό. Αλλά η ίδια η ζωή πάλι, απέδειξε και αποδείχνει καθημερινά, πως οι βάσεις της αμερικανοκρατίας και της εθνικής υποτέλειας εξακολουθούν να παραμένουν.
Οι αγωνιστές της Αριστεράς οφείλουν, από τη μια πλευρά, να καταγγέλλουν και να ξεσκεπάζουν τον ψεύτικο, δημαγωγικό χαρακτήρα του συνθήματος για «ουσιαστικό εκδημοκρατισμό σε όλους τους τομείς», που σπέρνει στις μάζες την αυταπάτη ότι είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν θεμελιώδεις αλλαγές στη ζωή του τόπου χωρίς να ανατραπεί η αμερικανοκρατία, και από την άλλη πλευρά να αξιοποιούν δραστήρια τις δυνατότητες και τις κατακτήσεις, που ο λαός πέτυχε με τους αγώνες του μέσα στις συνθήκες της αμερικανοκρατίας, να αγωνίζονται ενεργητικά για τη στερέωση και για τη συνεχή επέκτασή τους και να τις χρησιμοποιούν σαν όπλα εναντίον της αμερικανοκρατίας και της εθνικής υποτέλειας, σα θέσεις στο σκληρό και δύσκολο αγώνα για τη συγκέντρωση των απαραίτητων δυνάμεων ώστε να εξασφαλισθεί η άνοδος στην εξουσία, πράγμα που πρέπει να είναι ο βασικός προσανατολισμός. Η «αποκαταστημένη» και «διευρυμένη» δημοκρατία, που έχει γίνει ο κύριος και αποκλειστικός στόχος της ηγεσίας της Αριστεράς, θα είναι πάντα μια δημοκρατία στην υπηρεσία των κυρίαρχων τάξεων, μια δικτατορία των καταπιεστών και εκμεταλλευτών σε βάρος των καταπιεζομένων και εκμεταλλευομένων. Μόνο η άνοδος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στην εξουσία μπορεί να δώσει μια αληθινή δημοκρατία, μια νέα δημοκρατία, τη δημοκρατία των πιο πλατιών λαϊκών μαζών.
Πάμε παρακάτω. Το «σχέδιο προγράμματος ουσιαστικού εκδημοκρατισμού», που ψήφισε η ΣΤ' Σύνοδος της Δ.Ε. της Ε.Δ.Α. καθορίζει σα στόχο: «Δ' ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ.
Για την εξάλειψη κάθε στοιχείου υποτέλειας στην εξωτερική πολιτική της χώρας»(9).
Τι σημαίνει ο στόχος για την εξάλειψη κάθε στοιχείου υποτέλειας; Μπορεί να υπάρξουν δυο απαντήσεις:
Πρώτο, ότι η διατύπωση: «κάθε στοιχείου» (Υ·Σ.) έχει την έννοια ότι πρέπει να εξαλειφθεί αποφασιστικά, ολοκληρωτικά η πολιτική της υποτέλειας. Αλλά αν σε ένα μερικώτερο πρόγραμμα, όπως προβάλλεται το «πρόγραμμα ουσιαστικού εκδημοκρατισμού», τίθεται για πραγματοποίηση ο βασικός στόχος του γενικού προγράμματος («Το κεντρικό πρόβλημα της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής, που από τη λύση του θα εξαρτηθεί και η λύση των άλλων προβλημάτων της εθνικής μας ζωής, είναι η απαλλαγή της χώρας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά, η αποκατάσταση και κατοχύρωση της εθνικής της Ανεξαρτησίας, η χάραξη φιλειρηνικής πολιτικής»(10), τότε η έννοια του μερικού εξαφανίζεται απ’ αυτό και προκύπτει μια αληθινή σύγχυση στόχων, επιδιώξεων, γραμμής και τακτικής. Και εξάλλου, πώς θα μπορούσε να εννοηθεί εξάλειψη κάθε στοιχείου υποτέλειας στην εξωτερική πολιτική της χώρας δίχως αποχώρηση της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο.; Γιατί πραγ­ματικά, ζήτημα αποχώρησης της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο. δεν τίθεται στο «πρόγραμμα ουσιαστικού εκδημο­κρα­τισμού σε όλους τους τομείς». Αλλά σ’ αυτό θα σταθούμε αναλυτικότερα αμέ­σως παρακάτω.
Δεύτερο, ότι η διατύπωση: «κάθε στοιχείου», έχει την έννοια, πως ήδη έχουν εξαλειφθεί αρκετά στοιχεία της πολιτικής της υποτέλειας, και μένει να εξαλειφθούν και τα υπόλοιπα. Η τέτοια ερμηνεία ενισχύεται και από την παρακάτω διατύπωση της ηγεσίας της Ε.Δ.Α.: «Αυτή τη διπλή εξέλιξη θέλουν να σταματήσουν και να ανατρέψουν οι Αμερικανο­Άγγλοι και οι άνθρωποί τους στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Αν έλεγχαν την κατάσταση στην πατρίδα μας, την Κύπρο θα την περίμενε μια καινούργια Ζυρίχη και το λαό μας ακόμα πιο ωμή τυραννία. Δεν την ελέγχουν όμως, όπως θα ήθελαν. Γιατί οι δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις τους έφραξαν το δρόμο και ωθούν προς την αντίθετη κατεύ­θυν­ση»(11). (Υ·Σ.) Μια επιφανειακή εξέταση θα οδηγούσε στο συμπέρασμα, ότι εδώ εξαίρεται η αποτελεσματικότητα της λαϊκής πάλης. Μια πιο προσεκτική όμως ανάλυση της διατύπωσης αυτής, σε συνδυασμό και με τις άλλες παρεμφερείς τοποθετήσεις, αποκαλύπτει την υπερτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, που ήδη έχουν επιτευχθεί, και στην ουσία, μια σύγχυση αυτού που γυαλίζει στην επιφάνεια μ’ αυτό που υπάρχει στο βάθος. Στην προκειμένη περίπτωση, η επιφάνεια είναι η «ελληνική εξωτερική πολιτική», που διακηρύσσει ότι ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, και το βάθος είναι ότι η σημερινή εξωτερική πολιτική της χώρας παραμένει αμετάβλητα πολιτική υποτέλειας. Μια τέτοια τοποθέτηση θα βρισκόταν, βέβαια, σε πλήρη αρμονία με τη θεωρία του «βαθμιαίου ξηλώματος της αμερικανοκρατίας», στην πραγματικότητα όμως θα εσήμαινε εξωραϊσμό της σημερινής πραγματικότητας, καλλιέργεια της εφησύχασης και της επανάπαυσης στις λαϊκές μάζες, πολιτικό και πρακτικό αφοπλισμό τους.
Μια γραμμή ουσιαστικής παραδοχής των πλαισίων του ιμπεριαλιστικού Ν.Α.Τ.Ο.
Το «πρόγραμμα ουσιαστικού εκδημοκρατισμού», στη βάση της θεωρίας περί ενδιάμεσων ή μεταβατικών «φάσεων» και στο όνομα της αντιμετώπισης των «επειγόντων προβλημάτων» και «άμεσων αιτημάτων», καταλήγει σε έναν τεχνητό χωρισμό της πάλης για τη δημοκρατία από την πάλη για την Εθνική Ανεξαρτησία. Μια προσεκτική εξέταση του προγράμματος αυτού δείχνει, πως τελικά, κάτω από τις βροντερές και «επαναστατικές» διακηρύξεις για τη «δύναμη του λαϊκού παράγοντα» να επιβάλλει «ουσιαστικές αλλαγές» κρύβεται η τάση της εγκατάλειψης του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και της αντιμετώπισης της ξενικής κυριαρχίας σα μιας «δεδομένης καταστάσεως» μακράς διάρκειας, στα
πλαίσια της οποίας θα οφείλαμε να επιδιώξουμε μόνο μερικώτερες «βελτιώσεις».
Είναι πολύ χαρακτηριστικός, από την άποψη αυτή, ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε στο τελευταίο διάστημα και ειδικά στο πρόγραμμα, που ψήφισε η ΣΤ' Σύνοδος της Δ.Ε. της Ε.Δ.Α., το ζήτημα του Ν.Α.Τ.Ο.
Υπήρξε μια περίοδος, που η ηγεσία της Αριστεράς, απορρίπτοντας τη συνθηκολόγα άποψη του αποστάτη Αποστόλου ότι η Αριστερά δεν πρέπει να βάζει ζήτημα αποχώρησης από το Ν.Α.Τ.Ο., γιατί η πλειοψηφία του λαού δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει πως η παραμονή της Ελλάδας στο Ν.Α.Τ.Ο. είναι αντίθετη με τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, υποστήριζε τη σωστή θέση, πως η αποδοχή της άποψης αυτής του Αποστόλου θα εσήμαινε προσαρμογή της πολιτικής της Αριστεράς στην πολιτική των αστικών κομμάτων, υποταγή της Αριστεράς στην πολιτική των αστικών κομμάτων και των Αμερικανών και ότι, αντίθετα, όφειλε (η Αριστερά) να καταγγέλλει τις ολέθριες συνέπειες της παραμονής της χώρας μας στο Ν.Α.Τ.Ο., να διακηρύσσει πάντα ότι η Ελλάδα πρέπει να φύγει από το Ν.Α.Τ.Ο., χωρίς βέβαια, να το θέτει αυτό σαν υποχρεωτικό όρο κάθε συνεργασίας με τα άλλα κόμματα της (τότε) αντιπολίτευσης. Η τοποθέτηση αυτή ήταν πέρα για πέρα σωστή και ανταποκρινόταν στα συμφέροντα του κινήματος και της χώρας μας. Αλλά, από τότε πολλά άλλαξαν, άλλαξε και η θέση της ηγεσίας της Αριστεράς (μάλλον αποκαλύφθηκε) και μάλιστα κατά τρόπο ριζικό! Οι χθεσινοί «επικριτές» του Αποστόλου προχώρησαν τόσο πολύ στο δρόμο του οππορτουνισμού, ώστε σήμερα όχι απλώς να αναμασούν τα επιχειρήματα του Αποστόλου, αλλά και να τον έχουν ξεπεράσει κιόλας. Στον αγώνα δρόμου, που γίνεται σήμερα ανάμεσα στην ηγεσία της Αριστεράς και στον Αποστόλου, για το ποιος θα έχει τα σκήπτρα του «νέου πνεύματος» και, επομένως, το δικαίωμα της «ηγεσίας» (τέτοιος επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα πράγματα ο πραγματικός χαρακτήρας της μεταξύ τους «αντίθεσης») η ηγεσία της Αριστεράς έρχεται φαβορί!
Από δω και κάμποσο καιρό, το αίτημα της αποχώρησης της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο. έχει εγκαταλειφθεί, και ουσιαστικά και τυπικά, από την ηγεσία της Αριστεράς. Σε κανένα από τα βασικά ντοκουμέντα (εισηγήσεις, αποφάσεις της Δ.Ε. και της Ε.Ε. της Ε.Δ.Α., προγράμματα της Ε.Δ.Α. στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις κ.α.) της τελευταίας περιόδου δεν προβάλλεται το αίτημα της αποχώρησης της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο. Θα περίμενε κανείς, τα ντοκουμέντα, που συζήτησε και ενέκρινε η ΣΤ' Σύνοδος της Δ.Ε. της Ε.Δ.Α., να εκφράζουν και να φέρουν τη σφραγίδα του ισχυρού αντιιμπεριαλιστικού κύματος, που κατέκλυσε κυριολεκτικά, απ’ άκρη σ’ άκρη, όλη τη χώρα, ύστερα ιδιαίτερα από τις πρόσφατες πράξεις ωμής επιβουλής και επέμβασης των Αμερικανο- Άγγλων ιμπεριαλιστών και του Ν.Α.Τ.Ο. σε βάρος του κυπριακού λαού. Πραγματικά, ποτέ άλλοτε στα τελευταία χρόνια, οι αντιιμπεριαλιστικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών δεν είχαν προσλάβει τέτοιο πλάτος και βάθος, όσο σήμερα. Μια συνεπής ηγεσία του κινήματος, μια αληθινή πρωτοπορεία των μαζών θα όφειλε να αξιοποιήσει δραστήρια τις αντιιμπεριαλιστικές αυτές διαθέσεις των μαζών και να τις κατευθύνει στο δρόμο συγκεκριμένων πολιτικών εκδηλώσεων με κύριο στόχο τους ξένους ιμπεριαλιστές, και πριν απ’ όλα τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, κι αυτούς που τους στηρίζουν και τους υπηρετούν στην Ελλάδα, και με βασικό αίτημα την άμεση αποχώρηση της χώρας μας από το αποικιοκρατικό Ν.Α.Τ.Ο., έτσι ώστε και η πάλη του ηρωικού λαού της Κύπρου να ενισχυθεί αποτελεσματικά, και η ευρύτερη υπόθεση της εθνικής μας Ανεξαρτησίας να προωθηθεί σοβαρά, αλλά και ο αγώνας για τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού μας να οδηγήσει σε συγκεκριμένες κατακτήσεις.
Τι έκανε η ηγεσία της ΕΔΑ μπροστά στην απαίτηση αυτή, που πρόβαλλε η ίδια η κατάσταση;
Οι εργασίες και τα ντοκουμέντα, που υιοθέτησε η ΣΤ' Σύνοδος της Δ.Ε. της Ε.Δ.Α., κινήθηκαν πάνω σε μια γραμμή, που βρισκόταν έξω και σε αντίθεση με το κλίμα, που κυριαρχούσε στη χώρα και ανάμεσα στις πιο πλατιές λαϊκές μάζες. Θέμα αποχώρησης της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο. δεν τέθηκε, και τα ζητήματα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης κλείσθηκαν μέσα σε μερικές περίτεχνες φράσεις, ενώ θα έπρεπε να αποτελέσουν τη βάση των εργασιών και των αποφάσεων της Συνόδου, τον κεντρικό στόχο της, την κύρια σκοπιά αντιμετώπισης και του ζητήματος των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού. Πολύ περισσότερο, που οι αποφάσεις αυτές προορίζονταν να καλύψουν, από άποψη προοπτικών και κατεύθυνσης, μια ολόκληρη περίοδο δράσης του κινήματος και του λαού.
Αλλά και πέρα από τη Σύνοδο αυτή της Δ.Ε. της Ε.Δ.Α., το θέμα της καταγγελίας του ιμπεριαλισμού και του Ν.Α.Τ.Ο. αντιμετωπίστηκε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με τη μορφή ευκαιριακής καμπάνιας και δημοσιογραφικών ευρημάτων, που συχνά αλληλοσυγκρούονται και δημιουργούν πραγματική σύγχυση. Το ζήτημα όμως είναι ο σωστός, συγκεκριμένος, σταθερός πολιτικός προσανατολισμός του κόμματος και του λαού και η ανάλογη, σωστή και επίμονη οργάνωση και καθοδήγηση της λαϊκής πάλης. Οι κραυγαλέες καταγγελίες της αποικιοκρατικής φυσιογνωμίας του Ν.Α.Τ.Ο., όταν δεν συνοδεύονται από την προβολή του αιτήματος για την αποχώρηση της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο. εξασθενίζονται και εξουδετερώνονται από μόνες τους και στην πραγματικότητα οδηγούν στη διαμόρφωση μιας αντίληψης μακρόχρονης παραδοχής του Ν.Α.Τ.Ο.
Και τα βροντερά φραστικά σχήματα για τη δύναμη του λαϊκού παράγοντα και την αξία των μαζικών κινητοποιήσεων αποκαλύπτονται κενές, δημαγωγικές διακηρύξεις, που αποσκοπούν να εξαπατήσουν το κόμμα και το λαό και να συγκαλύψουν την ουσιαστική υποταγή στη «νομιμότητα» της αμερικανοκρατίας και της υποτέλειας, όταν οι μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις στην πράξη εγκαταλείπονται (και η όλη υπόθεση περιορίζεται ουσιαστικά στο πλαίσιο της έκδοσης μερικών ψηφισμάτων), όταν και οι ελάχιστες εκδηλώσεις που οργανώνονται μετατρέπονται σε «ανώδυνους», και μάλιστα χρήσιμους για τον ιμπεριαλισμό, πανηγυρισμούς και ύμνους προς την «εθνική» πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση στο κυπριακό ή σε ελαφρά «καλλιτεχνικά φεστιβάλ», όταν στη διάρκεια των εκδηλώσεων αυτών γίνεται προσπάθεια να πνιγεί η κραυγή των μαζών «έξω η Ελλάδα από το Ν.Α.Τ.Ο.» και γίνεται «δεκτό» μόνο το σύνθημα «έξω το Ν.Α.Τ.Ο. από την Κύπρο» (εφαρμόζεται μήπως η τακτική της βαθμιαίας προβολής στα πλαίσια της διαδικασίας ωρίμανσης του συνθήματος στη συνείδηση των μαζών σύμφωνα με την αντίληψη του Αποστόλου, και μάλιστα σε μια στιγμή, που δεν υπάρχει πατριώτης σ’ αυτό τον τόπο, που η συνείδησή του να μην έχει εξεγερθεί κατά του Ν.Α.Τ.Ο.;) όταν καταπνίγεται και ευνουχίζεται η αγωνιστική διάθεση των μαζών. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω.
Και μπαίνει τώρα το συγκεκριμένο ερώτημα: Εξακολουθεί να ισχύει για την ηγεσία της Αριστεράς η παλιότερη θέση της ότι ΠΟΤΕ δεν θα πάψει να διακηρύσσει ότι η Ελλάδα πρέπει να φύγει από το Ν.Α.Τ.Ο., ότι η αποδοχή της άποψης του Αποστόλου, πως η Αριστερά δεν πρέπει να θέτει ζήτημα αποχώρησης από το Ν.Α.Τ.Ο. θα εσήμαινε προσαρμογή της πολιτικής της Αριστεράς στην πολιτική των αστικών κομμάτων, υποταγή της Αριστεράς στην πολιτική των αστικών κομμάτων και των Αμερικανών; Μιλούν τα ίδια τα αδιάψευστα ντοκουμέντα και γεγονότα και δε χρειάζεται να απαντήσει η ηγεσία της Αριστεράς.
Μα υπάρχουν και άλλα ντοκουμέντα και γεγονότα, που έχουν το χαρακτήρα όχι απλώς της άρνησης να προβληθεί το αίτημα της αποχώρησης της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο., αλλά και της συγκάλυψης της αληθινής φυσιογνωμίας του Ν.Α.Τ.Ο. και επομένως του εξωραϊσμού του.
Στις θέσεις της Ε.Ε. για τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, που εκτέθηκαν και υιοθετήθηκαν στη Δ' Σύνοδο της Δ.Ε. της Ε.Δ.Α. διατυπώνεται το αίτημα για «πολιτική εθνικής αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας στις σχέσεις προς τους συνε­ταίρους του Ν.Α.Τ.Ο. και γενικό­τε­ρα»(12).

Προβάλλει το ερώτημα: Τι σημαίνει η διατύπωση αυτή;
Η διατύπωση αυτή σημαίνει, Πρώτο, ότι η Αριστερά δέχεται να αντιμετωπίσει το Ν.Α.Τ.Ο. από τη θέση του «συνεταίρου» (προβάλλοντας το αίτημα αυτό στην κυβέρνηση, προεξοφλεί φυσικά την τέτοια στήριξή του στην περίπτωση της αποδοχής του από την πλευρά της κυβέρνησης). Αλλά συνεταίροι του Ν.Α.Τ.Ο. είναι μόνο οι άνθρωποι της ξενόδουλης πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και ΠΟΤΕ η πολιτική εκείνη παράταξη της χώρας μας, που όλη η ιστορία της είναι μια ιστορία σκληρών και συνεχών αγώνων εναντίον του ιμπεριαλισμού!
Η διατύπωση αυτή σημαίνει, δεύτερο, ότι πρέπει (σύμφωνα με το αίτημα της Ε.Δ.Α.), η κυβέρνηση να επιδιώξει την κατάκτηση μιας θέσης ισοτιμίας (ισότιμος συνεταίρος) στα πλαίσια του Ν.Α.Τ.Ο. Αλλά μια τέτοια θέση μπορεί να υποστηριχθεί από μια αστική ηγεσία, που αρχίζει να αντιλαμβάνεται, πως το καθεστώς του Ν.Α.Τ.Ο. προσβάλλει τα συμφέροντά της, ενώ ταυτό­χρονα διατηρεί ακόμα την αντίληψη, πως η παραμονή στο Ν.Α.Τ.Ο. της είναι επωφελής, και έχει φυσικά, στην περίπτωση αυτή, το νόημα μιας ορισμένης αντίστασης στην καταπίεση των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνά­μεων. ΠΟΤΕ όμως από μια συνεπή πολιτική παράταξη, που έχει συνειδητοποιημένη την πεποίθηση, πως η ίδια η παραμονή της Ελλάδας στο Ν.Α.Τ.Ο. εκθέτει σε θανάσιμο κίνδυνο τα ζωτικά της συμφέροντα κι αυτή την ύπαρξή της, και στέκοντας στις επάλξεις της πάλης για την προάσπιση των εθνικών και λαϊκών συμφερόντων αγωνίζεται για την έξοδο της χώρας από το αποικιο­κρατικό Ν.Α.Τ.Ο. Είναι διαφορετικό πράγμα η υποστήριξη συγκεκριμένων τάσεων και πράξεων αντίστασης στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που εκδηλώ­νονται από την πλευρά αστικών κομμάτων ή παραγό­ντων του εσωτερικού και διαφορετικό η μετα­τρο­πή των τάσεων αυτών σε αιτήματα της Αριστεράς. Στην τελευ­ταία αυτή περίπτωση η αστική σκοπιά θεώρησης του ζητήματος γίνεται και σκοπιά θεώρησης για την Αρι­στερά, ο πρωτοπορειακός ρόλος της Αριστερός εξαφα­νίζεται και η πολιτική της προσαρμόζεται και υποτάσ­σεται στην πολιτική των αστικών κομμάτων.
Η διατύπωση αυτή σημαίνει, τρίτο, ότι είναι δυνατό να επιβληθεί καθεστώς ισοτιμίας στις σχέσεις μεταξύ των συνεταίρων του Ν.Α.Τ.Ο. Αλλά η καλλιέργεια μιας τέτοιας αντίληψης ισοδυναμεί με συγκάλυψη της αληθινής φυσιογνωμίας του Ν.Α.Τ.Ο. Το Ν.Α.Τ.Ο. δεν είναι και ΠΟΤΕ δεν μπορεί να γίνει μια «συμμαχία ισότιμων συνεταίρων», όπως υποκριτικά διακηρύσσει η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα. Το Ν.Α.Τ.Ο. είναι ένας επιθετικός, αποικιοκρατικός οργανισμός, που δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί, και εξυπηρετεί, τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και πριν απ’ όλα του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, εναντίον της παγκόσμιας ειρήνης, εναντίον του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, εναντίον του εργατικού κινήματος των καπιταλιστικών χωρών της Ευρώπης, εναντίον του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των λαών. Στο Ν.Α.Τ.Ο. κυριαρχούν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, και πριν απ’ όλα οι Η.Π.Α., ενώ η θέση των άλλων μελών του είναι θέση υποτακτικών «μικρών συνεταίρων», που το ίδιο το συμφέρον της διατήρησης της εξουσίας τους σε βάρος των λαών τους τους «δένει» με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Είναι άλλο πράγμα η εφαρμογή μιας τακτικής, που να συμβάλλει στην όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων στους κόλπους του Ν.Α.Τ.Ο. —και η περίπτωση Ντε Γκωλ προσφέρει ένα χτυπητό παράδειγμα από την άποψη αυτή — στη βάση της καταγγελίας και αποκάλυψης του αρπακτικού ρόλου του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, πριν απ’ όλα, και άλλο η ουσιαστική συγκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα του Ν.Α.Τ.Ο. και ο εξωραϊσμός του. Στην πρώτη περίπτωση, και με βάθρο τον αδιάκοπο και αποφασιστικό αγώνα των λαών, τα πράγματα μπορεί να οδηγήσουν στη διάλυση του αντιδραστικού, φιλοπόλεμου αυτού οργανισμού, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ενισχύεται η παράταση της ζωής του χάρη σε μερικές «βελτιώσεις» και «προσαρμογές», προορισμένες να σπείρουν τη σύγχυση και να εξαπατήσουν τον κόσμο.
Η διατύπωση αυτή, τέλος, καλλιεργεί στις λαϊκές μάζες την αυταπάτη ότι είναι δυνατό η Ελλάδα να εφαρμόσει πολιτική εθνικής αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας παραμένοντας στο Ν.Α.Τ.Ο. —που είναι ακριβώς καταλυτής της εθνικής μας ανεξαρτησίας— οπότε το αίτημα για την αποχώρηση απ’ αυτό χάνει κάθε βάση και ο λαός προσανατολίζεται στην παραδοχή του Ν.Α.Τ.Ο. Και για να μην υπάρξει καμιά αμφιβολία όσον αφορά τη βασιμότητα του συμπεράσματος αυτού, αντιγράφουμε μια ακόμα «θέση» από την «Ελληνική Αριστερά»: «Πάνω απ’ όλα οι ξένοι ενδιαφέρονται να μην αναπτυχθεί η τάση αποδέσμευσης απ’ την πολιτική της υποτέλειας, η τάση για μια αληθινά ελληνική εξωτερική πολιτική, έστω και στα πλαίσια του Ν.Α.Τ.Ο.»(13).
Ώστε λοιπόν είναι δυνατό να ασκηθεί μια αληθινά ελληνική εξωτερική πολιτική στα πλαίσια του Ν.Α.Τ.Ο.! Αλλά τότε γιατί να φύγει η Ελλάδα από το Ν.Α.Τ.Ο.; Είναι περιττό να αναπτυχθεί επιχειρηματολογία για να αποδειχθεί, πως οι «θέσεις» αυτές μοιάζουν σα δυο σταγόνες νερό με τους ισχυρισμούς της ιμπεριαλιστικής, νατοϊκής προπαγάνδας. Τα συγκεκριμένα και αδιάψευστα ντοκουμέντα και γεγονότα μαρτυρούν εύγλωττα το πόσο βαθιά κατρακύλησε η ηγεσία της Αριστεράς — στο δρόμο της ουσιαστικής παραδοχής των πλαισίων του ιμπεριαλιστικού Ν.Α.Τ.Ο., στο δρόμο της προσαρμογής και της υποταγής στην πολιτική των αστικών κομμάτων και των Αμερικανών γιάνκηδων, στο δρόμο της ουσιαστικής εγκατάλειψης του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα!

Η πολιτική της «ενεργού ουδετερότητας» που διακηρύσσει η ΕΔΑ εξυπηρετεί τον ιμπεριαλισμό.
Στο πρόγραμμα, που ψήφισε το Α' Συνέδριο της ΕΔΑ («Το Πρόγραμμα της Εθνικής Δημοκρατικής, Αλλαγής») το 1959 προβάλλεται το αίτημα για την «υιοθέτηση πολιτικής ουδετερότητας».
Ποιο είναι το νόημα της ουδετερότητας αυτής; Το δίνει, με πολλή σαφήνεια, η σχετική εισήγηση, που έγινε στο Α’ Συνέδριο της ΕΔΑ: «Έχουμε τη γνώμη ότι στο πρόγραμμά μας πρέπει, καθαρά και χωρίς περιστροφές, να θέσουμε το πρόβλημα της ουδετερότητας. Ότι σήμερα για τη χώρα μας μπαίνει πρόβλημα ουδετερότητας ανάμεσα στους δυο κόσμους. Όχι βέβαια ουδετερότητα παθητική, αλλά ουδετερότητα ενεργητική...»(14) (Υ.Σ.) Και η διατύπωση για «δυο κόσμους» τι εξυπονοεί; Αποσαφηνίζεται κι αυτό σε ένα πρόσφατο λόγο του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΕΔΑ: «Εμείς δεν συμφωνούμεν με την πολιτική της προσδέσεως σε συνασπισμούς και πιστεύομεν ότι η ενεργός ουδετερότητα εγγυάται καλύτερα τα συμφέροντα της χώρας...»(15) (Υ.Σ.) Ώστε η έννοια «κόσμος» ταυτίζεται με την έννοια «συνασπισμός». Υπάρχουν λοιπόν ο ιμπεριαλιστικός κόσμος —συνασπισμός και ο σοσιαλιστικός κόσμος— συνασπισμός. Αλλά αυτό δεν είναι μια κατάφωρη διαστρέβλωση της πραγματικότητας του σύγχρονου κόσμου; Και δεν αποτελεί μια απλή επανάληψη των τιτοϊκών θεωριών, που ταυτίζουν το στρατόπεδο με το συνασπισμό, που μετατρέπουν το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο σε «δυτικό συνασπισμό» και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο σε «ανατολικό συνασπισμό» για να καταλήξουν στην προβολή «μιας ανεξάρτητης γραμμής», της «εκτός συνασπισμών» πολιτικής, της διαβόητης «πολιτικής της ενεργού ουδετερότητας»;
Όλος ο κόσμος ξέρει τώρα, τι σημαίνει η πολυδιαφημιζόμενη «ανεξάρτητη», «εκτός συνασπισμών» τιτοϊκή αυτή πολιτική. Σημαίνει στην πραγματικότητα, πρώτα εξίσωση και εξομοίωση του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και σε συνέχεια εξύμνηση, εξωραϊσμό του ιμπεριαλισμού και κατασυκοφάντηση του σοσιαλισμού. Με άλλα λόγια, μια πολιτική στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού. Σ’ αυτό το δρόμο μήπως θέλουν να σύρουν το αριστερό κίνημα της χώρας μας οι ηγέτες της Ε.Δ.Α.;
Η πολύχρονη πείρα του κινήματος διδάσκει, πως κάθε φαινόμενο, κάθε ζήτημα πρέπει να εξετάζεται συγκεκριμένα. «Συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», και επομένως, συγκεκριμένη αντιμετώπιση του κάθε συγκεκριμένου ζητήματος. Αυτό αφορά και το ζήτημα της ουδετερότητας.
Στα πλαίσια της μεγάλης σύγκρουσης, που γίνεται σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα ανάμεσα στις αντιδραστικές και στις προοδευτικές δυνάμεις, ορισμένα πατριωτικά στοιχεία της αστικής τάξης διαφόρων χωρών που βρίσκονται κάτω από τον ξενικό ζυγό μπροστά στην ωμή καταπίεση του διεθνούς ιμπεριαλισμού και κάτω από την επίδραση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και της λαϊκής πίεσης και πάλης, προσανατολίζονται προς μια πολιτική ουδετερότητας. Ο προσανατολισμός αυτός εκφράζει μια τάση αντίστασης κατά του ιμπεριαλισμού, μια τάση απόσπασης από την επιρροή του ιμπεριαλισμού και επομένως είναι επωφελής για τους λαούς των δοσμένων χωρών και για τον παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Η τέτοια πολιτική ουδετερότητας είναι στοιχείο θετικό και επομένως οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να εκτιμήσουν σωστά το ρόλο της και να ενισχύσουν τις τάσεις απόσπασης από την επιρροή του ιμπεριαλισμού όσων δυνάμεων είναι δυνατό να αποσπαστούν απ’ αυτήν σε ένα δοσμένο στάδιο.
Αλλά τα ζωτικά συμφέροντα των λαών δεν μπορεί να ικανοποιηθούν με μια πρώτη και ορισμένη απόσπαση από την επιρροή του ιμπεριαλισμού, παρά με την πλήρη και οριστική απόσπαση από την επιρροή αυτή. Την τάση ακριβώς αυτή εκφράζει το συνεπές λαϊκό - πατριωτικό, εθνικό - δημοκρατικό κίνημα των κατα­πιεζομένων λαών και εθνών. Και η επιτυχής έκβασή του προϋποθέτει και απαιτεί τη στήριξή του στο παγκό­σμιο αντιιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, στο στρατόπεδο των δυνάμεων της ειρήνης, της δημοκρατίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής προόδου. Έτσι συντελείται ένα σταθερό προτσές απόσπασης δυνάμεων από την επιρροή του ιμπεριαλισμού και ένταξή τους στο συνεπές αντιιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Σ’ αυτές τις συνθήκες, τα δεξιά εθνικιστικά στοιχεία της αστικής τάξης, προβάλλοντας την «πολιτική της ενεργού ουδετερότητας», προσπαθούν να αποτρέψουν ακριβώς αυτό το προτσές, να ευνουχίσουν το συνεπή αγώνα των λαϊκών μαζών και να σταματήσουν την πορεία τους προς την ολοκλήρωση της βαθιάς εθνικο-δημοκρατικής αλλαγής και για παραπέρα κοινωνική πρόοδο. Η τέτοια πολιτική «ουδετερότητας» είναι αντιδραστική, είναι πολιτική υπεράσπισης του ιμπεριαλισμού, του αποικισμού και του νεοαποικισμού και όχι ουδετερότητας και επομένως οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να την καταγγέλλουν, να αποκαλύπτουν τον πραγματικό χαρακτήρα της και να την καταπολεμούν.
Το συμπέρασμα λοιπόν, και για τη χώρα μας, είναι καθαρό: Ενισχύοντας κάθε τάση αστικών στοιχείων για ουδετερο­ποίηση, που έχει το νόημα της απόσπασης από την επιρροή του ιμπεριαλισμού και της αντιπαράθεσης προς αυτόν, η Αριστερά οφείλει ταυτόχρονα να δείχνει στο λαό τον ανεπαρκή χαρακτήρα μιας τέτοιας πολιτικής, να διακηρύσσει, πως το πραγματικό συμφέρον του τόπου και του λαού βρίσκεται στο πλευρό του συνεπούς αντιιμπεριαλιστικού στρατοπέδου και όχι σε μια «τρίτη» θέση «μεταξύ των δύο κόσμων». Αν, αντίθετα, την τέτοια πολιτική ουδετερότητας των αστικών στοιχείων την κάνει δική της πολιτική, την προβάλλει σα δικό της πρόγραμμα, τότε είναι σα να λέει στους αστούς: Ελάτε να παλαίψουμε μαζί για να απαλλαγούμε από τους δυτικούς και μαζί θα αναταχθούμε και στις επιβουλές των ανατολικών! Αλλά αυτό θα ήταν μια ξεκάθαρα εθνικιστική πολιτική, μια πολιτική πλήρους προσαρμογής και υποταγής της αριστεράς στην πολιτική των αστικών κομμάτων.
Τι σημαίνει λοιπόν, ύστερα απ’ όλα αυτά, να προβάλλεται η πολιτική της ουδετερότητας στο Πρόγραμμα της Ε.Δ.Α., στο Πρόγραμμα της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής;
Σημαίνει ότι «μια πραγματική δημοκρατική εξουσία... μια δημοκρατική κυβέρνηση που θα στηρίζεται σ’ ένα ευρύτατο συνασπισμό των δημοκρατικών δυνάμεων, των εργατών, των αγροτών, των διανοουμένων, της εθνικής αστικής τάξης», όπως προβλέπει το πρόγραμμα της Ε.Δ.Α., θα ακολουθήσει πολιτική «ουδετερότητας» ή, με άλλα λόγια, ότι όταν η Αριστερά ανέβει στην εξουσία θα σταθεί σε μια τρίτη» θέση «ανάμεσα στους δυο κόσμους»; Αλλά τότε το αριστερό κίνημα της χώρας μας θα αποσπούνταν από το φυσικό του κορμό, το συνεπές παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, στην ουσία θα αντιπαρατασσόταν σ’ αυτό, και μια τέτοια «ουδετερότητα» θα την επικροτούσαν και θα την χαιρετούσαν με όλη τους την καρδιά οι κ.κ. ιμπεριαλιστές και οι ντόπιοι υποτακτικοί τους!
Γίνεται έτσι φανερό το πραγματικό περιεχόμενο της «Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής», που επαγγέλλεται στο Πρόγραμμά της η Ε.Δ.Α. σαν τελική της επιδίωξη, μα και η προοπτική, που προσφέρει στον τόπο μας και στο λαό μας. Και είναι πολύ χαρακτηριστική και αποκαλυπτική, από την τελευταία αυτή άποψη, η παρακάτω τοποθέτηση του ζητήματος, που έγινε πρόσφατα από την ηγεσία της Ε.Δ.Α.:
«Μέσα όμως απ’ όλα αυτά τα άμεσα και τα επείγοντα, δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια τον μεγάλο στόχο της Αριστεράς, του κόμματός μας: Το όραμα της οικονομικής ανάπτυξης με την εκβιομηχάνιση, της πολιτιστικής επαναστάσεως και του συγχρονισμού των θεσμών, αυτά που θα καλύψουν την τεράστια απόσταση που μας χωρίζει από τα προηγμένα κράτη της Ευρώπης και που συνθέτουν το αίτημα για την φιλειρηνική και δημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας, για την εθνική δημοκρατική αλλαγή»(16). (Υ.Σ.).
Μπαίνει το ερώτημα: ποιο είναι το συγκεκριμένο πρότυπο, που προβάλλεται εδώ; Ποια συγκεκριμένα είναι αυτά τα προηγμένα κράτη; Και με ποιο κριτήριο αντιμετωπίζονται σαν προηγμένα, με το κριτήριο της τεχνικής ανάπτυξης της παραγωγής ή με το κριτήριο του κοινωνικού καθεστώτος της παραγωγής;
Είναι μήπως τα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης (γιατί όχι και η Σοβιετική Ένωση —είναι κι αυτή «κράτος της Ευρώπης»), που πέτυχαν κιόλας ένα ανώτερο επίπεδο κοινωνικών σχέσεων, κοινωνικής ανάπτυξης — και χάρη ακριβώς στο τέτοιο καθεστώς έφτασαν ένα υψηλό επίπεδο βιομηχανικής ανάπτυξης— και είναι πραγματικά, με την πλήρη έννοια του όρου, προηγμένα; Αλλά τότε έχουμε αυτό το, παράξενο για τους «αδιάλλακτους πολέμιους του σεχταρισμού», σχήμα: η εθνική δημοκρατική αλλαγή θα καλύψει την τεράστια απόσταση που μας χωρίζει (δηλαδή που έχουμε σήμερα) από τα σοσιαλιστικά κράτη. Πραγματοποιώντας την εθνική δημοκρατική αλλαγή θα έχουμε φτάσει το σημερινό επίπεδο των σοσιαλιστικών κρατών (που έχουν κιόλας στο ενεργητικό τους μια δεκαπεντάχρονη, πάνω - κάτω, πορεία επιτυχούς σοσιαλιστικής οικοδόμησης). Σε μια τέτοια περίπτωση η εθνική δημοκρατική αλλαγή εμφανίζεται σα σοσιαλιστική αλλαγή και η «πάλη κατά του σεκταρισμού» στέφεται, φυσικά με πλήρη επιτυχία!
Ή μήπως είναι τα βιομηχανικά προηγμένα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης; Ας υποθέσουμε ότι γι’ αυτά πρόκειται κι ας εξετάσουμε πρώτα το ζήτημα από την άποψη της βιομηχανικής ανάπτυξης. Λοιπόν, η εθνική δημοκρατική αλλαγή θα καλύψει την τεράστια απόσταση που μας χωρίζει, ως προς το επίπεδο της βιομηχανικής ανάπτυξης, από τους βιομηχανικούς κολοσσούς της Δυτικής Ευρώπης; Μα αυτό είναι καθαρός παραλογισμός! Πάμε παρακάτω. Γίνεται λόγος, στην παραπάνω θέση της ηγεσίας της Ε.Δ.Α., για «πολιτιστική επανάσταση» και για «συγχρονισμό των θεσμών». Το πρότυπό μας λοιπόν είναι το «πολιτιστικό καθεστώς» και οι «συγχρονισμένοι θεσμοί» (ασφαλώς εδώ θα εννοούνται, πριν απ’ όλα, οι πολιτικοί θεσμοί) των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης; Αλλά τότε βγαίνει, πως ο «μεγάλος στόχος» της Αριστεράς, το «όραμά» της, είναι η αστική δημοκρατία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, είναι η δημοκρατία εκείνη, που πέταξε στη λάσπη τη σημαία των δημοκρατικών λαϊκών ελευθεριών (τώρα πια δεν της χρησιμεύει σε τίποτα), που άλλοτε, για τους δικούς της πάντα ταξικούς σκοπούς, είχε υψώσει, είναι η δημοκρατία που αντιπροσωπεύει την ωμή καταπίεση του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου σε βάρος του λαού! Και για μια τέτοια δημοκρατία, λοιπόν, «Γενεές ολόκληρες απ’ τους καλύτερους εργαζόμενους του χεριού, του πνεύματος και της επιστήμης εργάστηκαν και θυσιάστηκαν στην κατεύθυνση αυτή»(17);
Αυτά είναι τα φυσιολογικά συγκεκριμένα συμπεράσματα, στα οποία οδηγεί μια πρώτη αντικειμενική εξέταση των θέσεων αυτών της ηγεσίας της Ε.Δ.Α. Αλλά μπαίνει και ένα τελικό ερώτημα: γιατί υπάρχει αυτή η ασάφεια στη θέση αυτή της ηγεσίας της Ε.Δ..Α., γιατί γίνεται λόγος για «προηγμένα κράτη της Ευρώπης» γενικά και ακαθόριστα; Και πού οδηγεί αυτή η αφηρημένη προβολή της «προόδου» γενικά στην Ευρώπη; Η απάντηση είναι καθαρή: οδηγεί στη συγκάλυψη της σημερινής συγκεκριμένης ευρωπαϊκής πραγματικότητας και στην παραμόρφωσή της, οδηγεί στην άρνηση των ριζικών κοινωνικών διαφορών, που υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης και στην αντίληψη για «κράτη της Ευρώπης» γενικά, δηλαδή στην άρνηση των ριζικών ταξικών διαφορών και αντιθέσεων στο διεθνές πεδίο, και μέσο της μίμησης των «προτύπων», και στο εσωτερικό πεδίο και σε μια ανάλογη γραμμή της συνεργασίας των τάξεων. (Μήπως ακριβώς γι’ αυτό γίνεται λόγος για «συγχρονισμό των θεσμών», δηλαδή για μερικώτερες βελτιώσεις και όχι για ριζικές αλλαγές;). Η ασάφεια λοιπόν υπηρετεί έναν πολύ σαφή σκοπό!
Τι αξία έχουν, επομένως, τα φουσκωμένα λόγια, οι βροντερές φράσεις; Εδώ μιλούν τα ίδια τα γεγονότα:
Κάτω από τις ηχηρές «επαναστατικές» διακηρύξεις για «έφοδο των μαζών», για «ουσιαστικές δημοκρατικές λύσεις στην Ελλάδα», για «αποφασιστικά κτυπήματα κατά της αντιδραστικής δεξιάς και της πολιτικής της στον τόπο μας», για «ριζικό δημοκρατικό μετασχηματισμό της χώρας μας» κάτω από την απεγνωσμένη, αδέξια και γελοία προσπάθεια να «στηριχθεί» η κατηγορία για «έλλειψη πίστης στις πρωτοπόρες κοινωνικές δυνάμεις, στη δύναμη του κινήματος των μαζών, στην αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων...»(!) σε βάρος των αγωνιστών, που με συνέπεια και σταθερότητα ξεσκεπάζουν τον πραγματικό χαρακτήρα της γραμμής της, κρύβεται ακριβώς η έλλειψη πίστης της ηγεσίας της Αριστεράς, το πνεύμα ηττοπάθειας και συνθηκολόγησης, που τη διέπει στην αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού και των υποτακτικών του. Η θεωρία και η πρακτική των αναρίθμητων «ενδιάμεσων φάσεων», το περίφημο «πρόγραμμα ουσιαστικού εκδημοκρατισμού σε όλους τους τομείς», σημαίνουν στην πραγματικότητα εγκατάλειψη του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, προσαρμογή στα πλαίσια και στις απαιτήσεις της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, απώλεια της προοπτικής της ανόδου στην εξουσία, περιορισμό των επιδιώξεων του κινήματος σε μερικώτερες βελτιώσεις μέσα στις συνθήκες της αμερικανοκρατίας και της εθνικής υποτέλειας. Όπως τόνισε ο Λένιν: «Να καθορίζει τη συμπεριφορά της από μια κατάσταση σ’ άλλη, να προσαρμόζεται στα γεγονότα της ημέρας, στις μεταβολές των ασήμαντων πολιτικών γεγονότων, να ξεχνάει τα ζωτικά συμφέροντα του προλεταριάτου και τα βασικά χαρακτηριστικά του συνόλου του καπιταλιστικού συστήματος, όλης της καπιταλιστικής εξέλιξης, να θυσιάζει αυτά τα ζωτικά συμφέροντα στο όνομα πραγματικών ή υποτιθέμενων πλεονεκτημάτων της ώρας: αυτή είναι η ρεβιζιονιστική πολιτική»(18)

Άρνηση του ηγετικού ρόλου της Αριστεράς - υποταγή στο Κέντρο.
Ακριβώς αυτή η πολιτική προσδιόρισε και τον προσανατολισμό, στις συνθήκες της κυριαρχίας της αντιδραστικής δεξιάς στη χώρα, για την «πάση θυσία» απομάκρυνση της κυβέρνησης Καραμανλή. Για την ηγεσία της Αριστεράς, το ζήτημα ήταν να επιτευχθεί το δίχως άλλο κυβερνητική «αλλαγή», η μεταβίβαση σε μια κυβερνητική εξουσία, που θα εξασφάλιζε μια κάποια «δημοκρατικοποίηση», δηλ. ένα «ξανάσαμα» από το καθεστώς της απροκάλυπτης φασιστικής τρομοκρατίας και μόνο. Κάθε άλλη προοπτική εξοστρακίσθηκε και τα πάντα υποτάχθηκαν στο «στόχο» αυτό. Ήταν, επομένως, εντελώς φυσιολογικό και αναπόφευκτο, η αντίληψη αυτή να οδηγήσει στην ουσιαστική άρνηση του εξωκοινοβουλευτικού αγώνα των λαϊκών μαζών και στην προσαρμογή σε μια τυπικά «κοινοβουλευτική» τακτική, στην αναζήτηση «λύσεων» σε επίπεδο κορυφών και σε ανάλογους «ελιγμούς».

Ο «θρίαμβος» των κοινοβουλευτικών αυταπατών μετά το 1958 διευκολύνει το νεοφασιστικό εκλογικό πραξικόπημα του 1961.
Οι βουλευτικές εκλογές, που έγιναν το Μάιο του 1958, έφεραν την ΕΔΑ με το 25% των ψήφων και με 79 έδρες στο Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα αυτό αιφνιδίασε κυριολεκτικά την ηγεσία της Αριστεράς, της ήρθε σαν κάτι το εντελώς αναπάντεχο, σαν κάτι, που ήταν έξω από κάθε πρόβλεψή της. Για όποιον, φυσικά, ήξαιρε να εκτιμά τα πράγματα αντικειμενικά, το αποτέλεσμα αυτό δεν ήταν καθόλου αναπάντεχο. Συνδεόταν με τις επιτυχίες που, παρά τη λαθεμένη γραμμή του, είχε σημειώσει στην προηγούμενη περίοδο το κίνημα και που η «νέα» γραμμή δεν είχε κατορθώσει ακόμα να εξουδετερώσει, συνδεόταν με τη δουλειά και τη δράση των μελών και στελεχών της Αριστεράς, που το «νέο» πνεύμα δεν είχε κατορθώσει ακόμα να επιρρεάσει αποφασιστικά, καθώς και με συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες, που επικρατούσαν τότε στη χώρα.
Αλλά ο αιφνιδιασμός της ηγεσίας της Αριστεράς δεν κράτησε πολύ. Με την ικανότητα, που την διακρίνει στις «στροφές», άρπαξε αμέσως την «ευκαιρία» για να διακηρύξει το «θρίαμβο της γενικής πολιτικής γραμμής» της και την επιβεβαίωσή της στην πράξη. Ωστόσο αυτή ακριβώς η πράξη απεκάλυψε την αληθινή ουσία της γραμμής της.
Αντί για μια δραστήρια εξωκοινοβουλευτική, κυρίως, αξιοποίηση του αποτελέματος των εκλογών, με έντονη και ουσιαστική ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική δουλειά μέσα στις μάζες και με μια αντίστοιχη αγωνιστική κινητοποίησή τους, η ηγεσία της Αριστεράς προσανατολίζεται, ολοένα και περισσότερο, στην υπερέξαρση του ρόλου του κοινοβουλίου και στην αποκλειστική προβολή του, καλλιεργεί ουσιαστικά στο κόμμα και στις μάζες, την αντίληψη ότι η αλλαγή θα επιτευχθεί με μια «θριαμβευτική επιτυχία» την ημέρα των εκλογών, και αντιμετωπίζει το ζήτημα της οργάνωσης των δυνάμεων της ΕΔΑ ουσιαστικά στη βάση της δημιουργίας ενός «ισχυρού εκλογικού μηχανισμού». Αντί για μια δραστήρια αξιοποίηση των θέσεων, που κατακτήθηκαν στο κοινοβούλιο, στη βάση του συνδυασμού και της στήριξης στην εξωκοινοβουλευτική μαζική πάλη, η ηγεσία της Αριστεράς περιορίζεται σε αυτοεπαίνους για το ρόλο της «αξιωματικής αντιπολίτευσης» και χρησιμοποιεί τη θέση αυτή για μικροπολιτικάντικους συνδυασμούς και ελιγμούς σε «υψηλό επίπεδο», μετατρέπει την Κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΔΑ σε μια τυπικά αστική αντιπολιτευτική ομάδα. Είναι ακριβώς η περίοδος του «θριάμβου» των κοινοβουλευτικών θεωριών και αυταπατών στους κόλπους της Αριστεράς. Η ηγεσία της Αριστεράς έχει καταληφθεί από το πνεύμα της επανάπαυσης και μακαριότητας, προσμένοντας τη «μεγάλη μέρα» της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Κι ούτε και από την τρομοκρατική εξόρμηση, που έκανε η δεξιά στις δημοτικές εκλογές του 1959 έβγαλε τα αναγκαία διδάγματα. Και η ημέρα αυτή ήρθε γρήγορα, για να κάνει στάχτη όλα τα ευγενικά όνειρα και τις φρούδες ελπίδες της ηγεσίας της Αριστεράς!
Το νεοφασιστικό εκλογικό πραξικόπημα, που μεθοδικά, αμέσως ύστερα από τις εκλογές του 1958, άρχισαν να προετοιμάζουν οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές και η δεξιά, βρήκε το αριστερό κίνημα ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά αφοπλισμένο και, επομένως, ανέτοιμο να αντιμετωπίσει και αποκρούσει την ωμή επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων. Μέσα στις «προεκλογικές» συνθήκες της αποχαλινωμένης και αφηνιασμένης φασιστικής τρομοκρατίας, η ηγεσία της Αριστεράς, αντί να συνέλθει, και να ακολουθήσει το δρόμο της αποφασιστικής οργάνωσης της λαϊκής αντίστασης και πάλης, γλίστρησε ακόμα πιο μακρυά — εναπέθεσε τις ελπίδες της στο Κέντρο! Αντί για μια έντονη προβολή και ενεργητική παρουσία της ηγετικής φυσιογνωμίας της Αριστεράς, στην πράξη προσανατολίζεται στην ιδέα της ενίσχυσης του Κέντρου για την άνοδό του στην εξουσία, παραγνωρίζοντας εντελώς τον πραγματικό ρόλο του στην πολιτική ζωή της χώρας. Στην όλη προεκλογική δουλειά της Αριστεράς χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η εγκατάλειψη κάθε κριτικής στο Κέντρο, κι ακόμα η προβολή του με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να διαμορφωθεί και να κυριαρχήσει αυτό, που η ηγεσία της Αριστεράς ονόμασε τόσο απαλά «σύγχυση των ορίων μεταξύ Αριστεράς και Κέντρου», στην μετεκλογική της «αυτοκριτική». Στην πραγματικότητα επρόκειτο όχι απλώς για «σύγχυση των ορίων μεταξύ Αριστεράς και Κέντρου», αλλά για πρόσδεση της Αριστεράς στην ουρά του Κέντρου. Η τροπή αυτή είχε, εξάλλου, προετοιμασθεί ήδη ιδεολογικά με την όλη «δουλειά», που έγινε μετά τη «στροφή» από την ηγεσία της Αριστεράς, στα πλαίσια της «εκρίζωσης του σεκταρισμού» και της εντυπωσιακής προβολής του «πλατιού πνεύματος της δημοκρατικής συνεργασίας». Το αποτέλεσμα είναι γνωστό —το «πλατύ πνεύμα» διευκόλυνε τον Καραμανλή στο πραξικόπημα, και παρέτεινε για μερικά χρόνια ακόμα την παραμονή του στην εξουσία, ενώ μια σωστή γραμμή θα μπορούσε να είχε οδηγήσει ακριβώς στο αντίθετο!
Η πολιτική πρωτοβουλία στον αντικαραμανλικό αγώνα και η ηγεσία των δημοκρατικών μαζών παραδίνεται στην Ένωση Κέντρου.
Μετά το πραξικόπημα, αντί για μια αποφασιστική στροφή στην οργάνωση και κινητοποίηση των μαζών, στην ηγεσία της Αριστεράς δυνάμωσε ακόμα πιο πολύ η τάση της «ενίσχυσης» του Κέντρου. Και ενώ, μέσα στις συνθήκες, που διαμορφώνονται μετά το πραξικόπημα, οξύνεται η κρίση του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και της εθνικής υποτέλειας και σημειώνεται μια ισχυρή άνοδος των αγωνιστικών διαθέσεων των μαζών, η ηγεσία της Αριστεράς εγκαταλείπει ουσιαστικά τον πρωτοπορειακό της ρόλο και αφήνει την πρωτοβουλία στην Ε.Κ. Η αντίληψη, που κατευθύνει τη δράση της είναι ότι «η αλλαγή περνάει αναγκαστικά από μια εξουσία Κέντρου». Αυτή η γραμμή εφαρμόζεται στην πράξη, κι ας καλύπτεται κάτω από γενικόλογες επίσημες διακηρύξεις για την ανάγκη σχηματισμού μιας «δημοκρατικής κυβερνήσεως» (και μήπως ειπώθηκε ποτέ, ότι αυτή η «δημοκρατική κυβέρνηση» δε θα είναι απλώς κυβέρνηση Κέντρου;) «Να προχωρεί η Ένωση Κέντρου μπροστά και εμείς να την ενισχύουμε». Αυτή η κατεύθυνση ακολουθείται — κατεύθυνση της με κάθε τρόπο και αντί πάσης θυσίας προώθησης της Ε.Κ. στην εξουσία.
Η ηγεσία του Κέντρου από την πλευρά της, εκμεταλλευόμενη τη στάση αυτή της Αριστεράς, προσπαθεί να αξιοποιήσει προς όφελος της τις αντικαραμανλικές αγωνιστικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών και κηρύσσει τον «ανένδοτο αγώνα», που συμπληρώνεται με το σύνθημα του «διμέτωπου αγώνα» εναντίον της δεξιάς και της αριστεράς και που σαν ουσιαστικό του περιεχόμενο έχει την ανάδειξη του Κέντρου στην εξουσία στη βάση κυρίως της απορρόφησης, της απόσπασης δυνάμεων από την Αριστερά. Η Αριστερά όχι μόνο δεν απαντά αποφασιστικά, στις επιθέσεις, που εκτοξεύονται εναντίον της από την πλευρά της Ε.Κ. και αναμασάει ένα απλό και «πλατύ» φραστικό σχήμα: «ο διμέτωπος δεν εξυπηρετεί τον αντικαραμανλικό αγώνα», —πράγμα που διευκολύνει τη διάβρωση των δυνάμεών της από την ηγεσία της Ε.Κ.,— αλλά και θριαμβολογεί για τη «συμπαράταξη» των δημοκρατικών δυνάμεων», όταν σε κάποια συγκέντρωση ο Παπανδρέου, για να μην προκαλέσει τις διαμαρτυρίες των συγκεντρωμένων, δεν επιτίθεται κατά της Αριστεράς! Ακολουθεί τότε μια «συνεστίαση» ή «συγκέντρωση στελεχών της Ε.Κ.», όπου ο Παπανδρέου διακηρύσσει το θρίαμβο του «διμέτωπου», το «ακατάσχετο ρεύμα υπέρ της Ε.Κ. που απεκάλυψε η μεγαλειώδης συγκέντρωσις» κ.ο.κ. και τέλος το παράπονο και η «έκφραση λύπης» της ηγεσίας της Αριστεράς: «ο κ. Παπανδρέου δεν ανταποκρίθηκε στο λαϊκό αίσθημα, απογοήτευσε τις δημοκρατικές μάζες» — κι αυτό, φυσικά, όταν «το κακό παραγίνεται» και διαγράφεται κίνδυνος, στην περίπτωση της σιωπής, να εκτεθεί η «ευλύγιστη τακτική συσπείρωσης των δημοκρατικών δυνάμεων», που ακολουθεί η ηγεσία της Αριστεράς! Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πολύ έξυπνη, —από την άποψη των σκοπών που αυτός επιδιώκει», — αληθινά «ευλύγιστη τακτική συσπείρωσης των δημοκρατικών δυνάμεων» — αλλά κάτω από την ηγεσία της Ε.Κ., που εφαρμόζει ο αρχηγός της. Εκμεταλλεύεται επιτήδεια τον πόθο των μαζών για μια αλλαγή και ποντάροντας στο φόβο μπροστά στις δυσκολίες και στην αδυναμία της ηγεσίας της Αριστεράς την παρασέρνει εκεί, που αυτός θέλει!
Όλες οι βασικές πολιτικές πρωτοβουλίες παίρνονται από την Ε.Κ., ενώ η Αριστερά κρατάει για τον εαυτό της τη δεύτερη θέση, τη θέση του ουραγού. Όχι μόνο στη Βουλή αλλά και έξω απ’ αυτή. Η στάση της σ’ όλο αυτό το διάστημα καθορίζεται από το τι θα κάμει το Κέντρο και η­ πορεία της είναι, στην πράξη, πορεία παρακο­λού­θησης του Κέντρου. Οι μεγάλες συγκεντρώσεις είναι πρωτοβουλία του Κέντρου και οι άλλες κινητοποιήσεις, — ελάχιστες εξάλλου, — οργανώνονται και κατευθύνο­νται από την Αρι­στερά, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, όταν και η Ε.Κ. προχωρεί μπροστά. Είναι πολύ ενδεικτικό το γεγονός, ότι ακόμα και στα φραστικά σχήματα, η ηγεσία της Αριστεράς επαναλαμβάνει απλώς, σαν ηχώ, τα ευρήματα του Παπανδρέου: «ανένδοτος αγώ­νας», «συμμορία» κ.α. Στέρεψε λοιπόν τόσο πολύ η «δε­ξα­μενή των επι­χειρημάτων» της ηγεσίας της Αριστεράς ή μήπως επρόκειτο για μια σκόπιμη τακτική, τακτική απόκρυψης της φυσιογνωμίας της Αριστεράς και εγκα­τά­λειψης του ηγετικού της ρόλου, έτσι ώστε «να μπούμε στην ψυχολογία των μαζών», «να μη τρομάξουμε τους αστούς», «να μη δώσουμε όπλα στη δεξιά» κ.ο.κ.; Είναι και τα δυο μαζί, και η πηγή τους μια: το κατρακύλισμα στο δρόμο του συμβιβασμού και της υποταγής στην αστική τάξη, στο δρόμο του οππορτουνισμού και της απάρνησης των πραγ­ματικών συμφερόντων του κινήματος και του λαού.
Το πνεύμα συνθηκολόγησης και ηττοπάθειας οδηγεί στον ευνουχισμό του μεγάλου κινήματος των λαϊκών μαζών που ξεσηκώθηκαν μετά τη στυγερή δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Μέσα στις συνθήκες αυτές διαπράττεται η στυγερή δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Οι ξένοι ιμπε­ρια­λι­στές και οι πράκτορές τους στην Ελλάδα οργάνωσαν και πραγ­­ματοποίησαν τη δολοφονία του μαχητή Λαμπράκη, για να χτυπήσουν και λυγίσουν το αγωνιστικό φρόνημα του λαού μας, για να ανακόψουν τους αγώνες του και να επιβάλουν στη χώρα μας ένα ακόμα πιο στυγνό φασιστικό καθεστώς εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Αλλά πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο.
Η δολοφονία του Λαμπράκη προκάλεσε την ακόμα πιο έντονη αντίδραση του λαού. Ένα ορμητικό κύμα οργής και αγανάκτησης κατέκλυσε όλη τη χώρα, — και όλο τον κόσ­μο, — που γρήγορα άρχισε να μετατρέπεται σε ένα μεγάλο κίνημα των λαϊκών μαζών για τη συντριβή του ξενόδουλου φασιστικού καθεστώτος και την άμεση ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή. Οι αγωνιστικές διαθέσεις του λαού, που μετά το πραξικόπημα είχαν οξυνθεί, διαμορφώνονταν σε μια χωρίς προηγούμενο, για τα τελευταία χρόνια, κίνηση δραστηριοποίησης των μαζών και έλξης τους προς την Αριστερά. Γιατί οι μάζες αντιλαμβάνονταν, πως ακριβώς το αριστερό κίνημα, το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πραγματοποίηση των σχεδίων των ξένων ιμπεριαλιστών και των ντόπιων υποτακτικών τους, ήταν ο στόχος.
Πώς όμως αντιμετώπισε την κατάσταση η ηγεσία της Αριστεράς;
Η κηδεία του Λαμπράκη ήταν, ουσιαστικά, μια τεράστια πολιτική εκδήλωση της Αριστεράς. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, που πήραν μέρος σ’ αυτήν, ήρθαν για την Αριστερά. Ήταν ακριβώς στιγμές αποκατάστασης και ανανέωσης των δεσμών του λαϊκού κινήματος με τον πλατύ κόσμο της μεγαλειώδους Εθνικής μας Αντίστασης και των κατοπινών ηρωικών αγώνων. Η ηγεσία όμως της Αριστεράς την εμφάνισε σα μια «πολιτισμένη εκδήλωση» όλων των δημοκρατικών πολιτών ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Ήταν, όπως έγραψε η «Αυγή», οι «εκατοντάδες χιλιάδες δεξιών, κεντρώων και αριστερών, που συνόδευσαν τον Γρηγόρη Λαμπράκη στην τελευταία του κατοικία» (Υ.Σ.) Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, πως η δολοφονία του Λαμπράκη συγκίνησε όχι μόνο τους αριστερούς, αλλά και τη μάζα των κεντρώων και τους φιλήσυχους μα παρασυρμένους στη δεξιά ανθρώπους. Και είναι πασίγνωστο, πως στην κηδεία του Λαμπράκη πήραν μέρος και ορισμένοι δεξιοί, και πολλοί κεντρώοι. Το να ισχυρίζεται όμως κανείς, πως ήταν μια πολιτισμένη εκδήλωση «δεξιών, κεντρώων και αριστερών» (γιατί αυτή η «σειρά», μήπως για να μη τρομάξει η αντίδραση;) σημαίνει να συγκαλύπτει και να διαστρέφει την πραγματικότητα, να αρνείται να αξιοποιήσει τη δύναμη, που οι ίδιες οι μάζες του προσφέρουν, και να προσπαθεί να τις εκτρέψει από το δρόμο του αγώνα και να τις «προσαρμόσει» στην Καραμανλική «νομιμότητα»! Κι αυτό ακριβώς απεκάλυψε η όλη προετοιμασία και η πορεία της κηδείας.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της κηδείας η ηγεσία της ΕΔΑ κυριαρχούνταν όχι από την επιδίωξη να οργανωθεί μια αποφασιστικής σημασίας αγωνιστική εκδήλωση των λαϊκών μαζών, αλλά από το φόβο μη δημιουργηθούν «έκτροπα», που να επιδράσουν «αρνητικά» στο φρόνημα του λαού, να δώσουν «πατήματα» στην κυβέρνηση και να δυσκολέψουν έτσι την κατάσταση! Κι αυτή ακριβώς η ψυχολογία καθόρισε και τις «προβλέψεις» της σχετικά με τη λαϊκή συμμετοχή στην κηδεία: οι πιο «αισιόδοξες» απ’ αυτές την ανέβαζαν σε μερικές δεκάδες χιλιάδες. Να γιατί η κατεύθυνση που έδωσε από πριν ήταν να αποφευχθούν οπωσδήποτε τα αντικυβερνητικά συνθήματα και τα αφηρημένα συνθήματα περί δημοκρατίας να περιορισθούν στο χώρο του Νεκροταφείου! Να γιατί έφτασε στο επαίσχυντο σημείο της συμφωνίας με τα όργανα του Καραμανλικού καθεστώτος ώστε να αναλάβουν στελέχη της ΕΔΑ την τήρηση της τάξης στη διάρκεια της κηδείας! Αλλά αυτό εσήμαινε παραδοχή του ότι η «διατάραξη της τάξης», τα «έκτροπα», σε όλη την προηγούμενη περίοδο, οφείλονταν στην Αριστερά και όχι στην ωμή βία με την οποία αντιμετώπιζε η ξενόδουλη Καραμανλική κυβέρνηση τις δίκαιες απαιτήσεις των μαζών! Εσήμαινε ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων απέναντι στην αιμοσταγή Κυβέρνηση για συγκράτηση της λαϊκής ορμής κατά τη διάρκεια της κηδείας και περιορισμό της στα πλαίσια που ήθελε ο Καραμανλής!
Και ήρθε η μεγαλειώδης, λαϊκή και αγωνιστική πλημμυρίδα, που κατέκλυσε και συγκλόνισε την Αθήνα. Τι έκανε τότε η ηγεσία της ΕΔΑ; Ξαφνιάστηκε, τρόμαξε, περιήλθε σε αληθινή σύγχυση. Αυτό πρόδιδε η απεγνωσμένη προσπάθεια να τηρηθεί η από τα πριν καθορισμένη «κατεύθυνση», κι όταν ο λαός ανέτρεψε την «κατεύθυνση» διαδηλώνοντας βροντερά, η προσπάθεια να αποφευχθεί κάθε «πρόκληση» προς την κυβέρνηση και τέλος οι εκκλήσεις των μελών της ΕΕ προς τα γεμάτα μαχητικό παλμό λαϊκά πλήθη «να διαλυθούν ήσυχα», «δείχνοντας και με τον τρόπο αυτό τη μεγάλη δύναμη της Δημοκρατίας»(!) και οι διακηρύξεις ότι «η Δημοκρατία ενίκησε». Ναι! οι δημοκρατικές μάζες έδωσαν μια νικηφόρα μάχη εναντίον της φασιστικής καραμανλικής «νομιμότητας», και την έδωσαν παρά και ενάντια στα εμπόδια, που η ίδια η ηγεσία τους όρθωσε μπροστά τους, και θα μπορούσαν εκείνη την ημέρα ή εκείνες τις ημέρες να επιβάλουν την άμεση ανατροπή του Καραμανλή και την κυριαρχική ηγετική παρουσία της Αριστεράς στο κίνημα των λαϊκών μαζών και στις πολιτικές εξελίξεις του τόπου, δημιουργώντας προϋποθέσεις για ουσιαστικές αλλαγές στην κατάσταση, αν η ηγεσία της Αριστεράς δεν είχε κατρακυλήσει τόσο πολύ και τόσο «μακροπρόθεσμα» στο δρόμο του οππορτουνισμού!
Και η Ε.Κ. τι έκανε; Ο Παπανδρέου, που ήδη προπορευόταν και πλειοδοτούσε στην καταγγελία του εγκλήματος, κάλεσε το λαό να πάρει μέρος στην κηδεία, κατέβηκε και ο ίδιος θεαματικά στην κηδεία και, σε συνέχεια, με μια σειρά επιδέξιους χειρισμούς κατόρθωσε να μεταστρέψει το ρεύμα αυτό των μαζών σε ρεύμα υπέρ της Ε.Κ. και του ίδιου προσωπικά. Τι έλεγαν τις μέρες εκείνες χιλιάδες οπαδοί της Αριστεράς, μέλη αλλά και στελέχη της ακόμα; Μπράβο Παπανδρέου! Έτσι επιβεβαιώθηκε, για άλλη μια φορά, η φήμη του Παπανδρέου σαν του ικανότερου αστού πολιτικού στο να παγιδεύει και να ευνουχίζει το συνεπές κίνημα των μαζών, σε συνθήκες όπου η ηγεσία της Αριστεράς απαρνείται το δικό της ρόλο!
Όλα τα παραπάνω καθόρισαν το γεγονός, ότι ενώ τελικά η λαϊκή ορμή επέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή, στην εξουσία ανήλθε μια νέα αντιδραστική κυβέρνηση της δεξιάς —η κυβέρνηση Πιπινέλη.

Μια αντιφατική τακτική απέναντι στην Κυβέρνηση Πιπινέλη.
Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Πιπινέλη, ήταν μια προσπάθεια των ξένων ιμπεριαλιστών και της ξενόδουλης πλουτοκρατικής ολιγαρχίας να κλείσουν το δρόμο, που άνοιγε η λαϊκή πάλη, μια απόπειρα να ανακόψουν τη λαϊκή ορμή, να ευνουχίσουν το κίνημα και την απαίτηση των μαζών για ριζική αλλαγή στην κατάσταση με την απατηλή προσφορά της «υπηρεσιακής κυβέρνησης» και των «ελευθέρων εκλογών» και να επιβάλουν ένα νέο εκλογικό πραξικόπημα. Το χρέος μιας συνεπούς ηγεσίας του κινήματος ήταν όχι απλώς να καταγγείλει τον ψευδοϋπηρεσιακό χαρακτήρα της κυβέρνησης Πιπινέλη αλλά, αντίθετα να χρησιμοποιήσει αυτή την καταγγελία για την ανάπτυξη μιας δραστήριας και αποφασιστικής δουλειάς μέσα στις μάζες, έτσι ώστε όχι μόνο να μην ανακοπεί αλλά να δυναμώσει ακόμα πιο πολύ η λαϊκή ορμή και πάλη και να επιβάλει τις λύσεις εκείνες, που η κατάσταση η ίδια επέτρεπε και απαιτούσε τη στιγμή εκείνη.
Τι έκανε η ηγεσία της ΕΔΑ; Ακολούθησε μια αντιφατική τακτική απέναντι στην κυβέρνηση Πιπινέλη, μια τακτική, που σα βάση της είχε την ουσιαστική παραγνώριση του λαϊκού παράγοντα. Από τη μια πλευρά κατήγγειλε την κυβέρνηση Πιπινέλη, και από την άλλη διακήρυσσε επίσημα, από το βήμα της Βουλής, τη θέση ότι ορισμένοι υπουργοί της κυβέρνησης Πιπινέλη «...και υπό καλών προθέσεων εμφορούνται και προσήλωσιν εις την δημοκρατικήν νομιμότητα έχουν...»(19). Προβάλλοντας μέχρι τέλους σχεδόν την αντίληψη αυτή ευθυγραμμιζόταν με την ηγεσία και τον τύπο της Ε.Κ. και έσπερνε την επανάπαυση στις μάζες, καλλιεργούσε την αυταπάτη ότι η πτώση της κυβέρνησης Πιπινέλη θα πραγματοποιούνταν με ρήγμα από τα μέσα της και όχι με την πίεση της λαϊκής πάλης.

Ο αλλοπρόσαλλος οππορτουνιστικός χειρισμός του ζητήματος της αποχής χαντακώνει τη συνεργασία των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Μέσα σε ένα κλίμα ρίχνει ο Παπανδρέου το σύνθημα της «μαχητικής αποχής», που από την πρώτη στιγμή πιάνει και όλο και πιο γοργά επεκτείνεται στις μάζες. Πώς το αντιμετώπισε η ηγεσία της Αριστεράς; Στην αρχή σιώπησε, και όταν πια το σύνθημα της αποχής έγινε ρεύμα αποφάσισε να μιλήσει για να το απορρίψει με μια σειρά αντιφατικά επιχειρήματα.
Προβλήθηκε, πρώτα, το επιχείρημα ότι η αποχή είναι γενικά μια παθητική μορφή πάλης, «φυγομαχία». Και έγινε επίκληση μάλιστα και της πείρας του διεθνούς κινήματος! Αλλά ακριβώς αυτή η διεθνής πείρα, με τη γνήσια και ορθή έννοια, δείχνει πως δεν υπάρχουν μορφές πάλης γενικά παθητικές και γενικά ενεργητικές. Ο ενεργητικός χαρακτήρας μιας μορφής πάλης καθορίζεται, πριν απ’ όλα από το σωστό τρόπο χρησιμοποίησής της και την ανταπόκρισή της σε συγκεκριμένες συνθήκες. Κι αυτό ισχύει και για την αποχή, όπως το απέδειξε και η διεθνής πείρα. Σε συνέχεια, αφού παραμερίστηκε το επιχείρημα αυτό, προβλήθηκε η θέση ότι «...εμείς δεν είμαστε, για λόγους αρχής, εναντίον της (της αποχής), αλλά για λόγους που προκύπτουν από την εκτίμηση της σημερινής στιγμής... Αποχή εξάλλου σημαίνει αναζήτηση διεξόδου για τη Δημοκρατία έξω από την εκλογική διαδικασία. Και τότε το ερώτημα είναι: Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα;»(20). Εδώ είναι έκδηλος ο δογματικός τρόπος αντιμετώπισης του ζητήματος, ο δογματικός παραλληλισμός με άλλες συνθήκες και η εξίσου δογματική ταύτιση της αποχής με μια συγκεκριμένη εξέλιξη και προοπτική («Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα;» - Υ.Σ.). Αποχή δε σημαίνει αναπόφευκτα μια τέτοια εξέλιξη και προοπτική, κι αυτό, επίσης, το επιβεβαιώνει η πείρα. Η διακήρυξη, από την άλλη πλευρά, ότι «αποχή»... σημαίνει αναζήτηση διεξόδου για τη Δημοκρατία έξω από την εκλογική διαδικασία» ισοδυναμεί με τυφλή προσήλωση σε οποιαδήποτε «εκλογική» διαδικασία και όχι με γνήσια προσήλωση στην ιδέα της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης, η οποία υπονομεύεται, ακριβώς μ’ αυτή την αντίληψη και την ανάλογη πρακτική κατεύθυνση, ισοδυναμεί με απροκάλυπτη άρνηση της σημασίας και του ρόλου της εξωκοινοβουλευτικής μαζικής πάλης. Ακόμα πιο καθαρά επιβεβαιώνεται το τέτοιο συμπέρασμα με την ακόλουθη διατύπωση - θέση της ηγεσίας της ΕΔΑ: «Λένε, σαν επιχείρημα υπέρ της αποχής, ότι οι μονόπλευρες Βουλές είναι βραχύβιες. Σωστό. Διαρκούν όμως όπως έδειξε η πείρα του 1924 και του 1935 κάμποσους μήνες ή χρόνια. Στο διάστημα αυτό σε ποιανού χέρια θα βρίσκεται η εξουσία, χωρίς μάλιστα αντιπολίτευση και καταγγελία; Και μπορεί να περιμένει κανείς ότι στο διάστημα αυτό θα έχει δισταγμούς για να ανασυντάξει το κράτος του τρόμου; Και τότε θα 'χουμε να ξαναρχίσουμε από την αρχή τον αγώνα;»(21) (Υ.Σ.)
Μπαίνει το ερώτημα: Πρώτο, τι εσήμαινε η διατύπωση «κράτος του τρόμου;» Εσήμαινε τον συγκεκριμένο κρατικό μηχανισμό της δεξιάς; Αλλά τότε η διατύπωση «για να ανασυντάξει το Κράτος του τρόμου» υποδήλωνε ότι ο κρατικός μηχανισμός της δεξιάς είχε κιόλας αλλάξει και υπήρχε κίνδυνος ανασύνταξής του στο μέλλον. Ισοδυναμούσε μ’ άλλα λόγια με εξωραϊσμό της πραγματικότητας. Ή μήπως εσήμαινε το κλίμα του τρόμου, το «ηθικό του λαού»; Αλλά τότε η διατύπωση «για να ανασυντάξει το κράτος του τρόμου», υποδήλωνε πλήρη παραγνώριση του ρόλου του λαϊκού κινήματος στη διαμόρφωση του ηθικού των λαϊκών μαζών, ισοδυναμούσε με διακήρυξη ότι η αντίδραση έχει τη δυνατότητα, ανεξέλεγκτα και ανεμπόδιστα, να τρομοκρατεί το λαό και να του εμπνέει το φόβο. Δεύτερο, τι εσήμαινε η διατύπωση «στο διάστημα αυτό σε ποιανού χέρια θα βρίσκεται η εξουσία, χωρίς μάλιστα αντιπολίτευση και καταγγελία;» Εδώ το νόημα είναι καθαρό: Εσήμαινε την αποκλειστική προσήλωση στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση και την πλήρη άρνηση της εξωκοινοβουλευτικής αντίστασης και πάλης, αφού διακήρυσσε, πως χωρίς συμμετοχή στη βουλή δε θα υπάρχει αντιπολίτευση και ούτε καταγγελία! Και γίνεται, το νόημα, ακόμα πιο ξεκάθαρο με τη διατύπωση «και τότε θα 'χουμε να ξαναρχίσουμε από την αρχή τον αγώνα» (Υ.Σ.). Ποιον αγώνα όμως, τον αγώνα για την ανατροπή του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και της Εθνικής υποτέλειας ή τον αγώνα για να ξαναμπούμε στη Βουλή και μόνο; Αν πρόκειται για τον πρώτο τότε γιατί «θα 'χουμε να ξαναρχίσουμε;» Διακόπτεται, σταματάει ο αγώνας αυτός με τη συμμετοχή σε μια «Βουλή» —προϊόν φασιστικού πραξικοπήματος; Η θέση αυτή, έχοντας σαν πυρήνα την αντίληψη ότι αγώνας μόνο μέσα στη Βουλή γίνεται, αντιμετωπίζει ταυτόχρονα την αποχή απλώς σα μια πράξη μη συμμετοχής στις εκλογές, δηλαδή πραγματικά σα μια γενικά παθητική μορφή πάλης ενώ η αποκλειστική προσήλωση στην κοινοβουλευτική δουλειά και στην οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία είναι ενεργητικός αγώνας!).
Μα υπήρξε και το «μεγάλο» επιχείρημα: «Γιατί αποχή και όχι μέτωπο;» Στην επιζήμια και ανακόλουθη θέση της ηγεσίας του Κέντρου «όχι συνεργασία αλλά αποχή» αντιτασσόταν η λαθεμένη και αντιφατική θέση «όχι αποχή αλλά συνεργασία»: «Κατά την άποψη της ΕΔΑ, σήμερα γίνεται όλο και πιο φανερό ότι η αποτελεσματική τακτική του αγώνος δεν είναι η αποχή, η οποία δεν λύνει κανένα πρόβλημα, αλλά η εκλογική συνεργασία...»(22). Η σωστή θέση, φυσικά, ήταν να επιδιωχθεί επίμονα και σταθερά η συνεργασία, χωρίς να αποκλεισθεί καμιά μορφή πάλης, ούτε επομένως και η αποχή, εφόσον θα την επέβαλαν τα ίδια τα πράγματα. Αλλά η ηγεσία της ΕΔΑ προκειμένου να αποφύγει την προοπτική μιας αποχής από τις «εκλογές», που ετοίμαζε ο Πιπινέλης, έφτασε να αρνηθεί την ίδια τη συνεργασία!
Πραγματικά, σε μια ορισμένη στιγμή, η Ε.Κ. εγκατέλειψε τη θέση «όχι συνεργασία αλλά αποχή» και άρχισε να προσανατολίζεται στη θέση «συνεργασία και αποχή». Η Ε.Κ. και το κόμμα των Προοδευτικών δέχονταν την από κοινού συνεργασία και προβολή με την ΕΔΑ με την απαίτηση της εξασφάλισης ελευθέρων εκλογών ή την πραγματοποίηση της αποχής σε περίπτωση μη ικανοποίησης των δημοκρατικών αιτημάτων (απομάκρυνση της κυβέρνησης Πιπινέλη κτλ). Ήταν η πρώτη φορά, ύστερα από το 1956, που η υπόθεση της ενότητας και συνεργασίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης προωθούνταν τόσο πολύ. Τι θα συνέβαινε αν η ΕΔΑ αποδεχόταν την τέτοια λύση και πρωτοστατούσε σ’ αυτή;
Πρώτο, το σύνθημα της αποχής θα έπαυε να είναι «ένα σύνθημα παθητικό» και θα γινόταν ένα σύνθημα ενεργητικό με τη ζωντανή παρουσία της Αριστεράς και τη στήριξή του στον αγώνα των μαζών και στο ενιαίο μέτωπο των κομμάτων της Αντιπολίτευσης.
Δεύτερο, θα αφαιρούνταν η πρωτοβουλία από τον Παπανδρέου και θα περνούσε στα χέρια της Αριστεράς. Αν ο Παπανδρέου υπαναχωρούσε θα ξεσκεπαζόταν. Και το κύρος της Αριστεράς θα ανέβαινε πιο πολύ, χωρίς αυτό να σημαίνει, πως θα έπρεπε η Αριστερά οπωσδήποτε να προχωρήσει μόνη της σε αποχή.
Τρίτο, η συνεργασία αυτή θα αποτελούσε σοβαρό χτύπημα στη θεωρία του «διμέτωπου αγώνα» και στην τακτική των αντιδημοκρατικών διακρίσεων της ηγεσίας της Ε.Κ. και θα προωθούσε πολύ το όλο θέμα της ενότητας των δημοκρατικών δυνάμεων. Αν πάλι ο Παπανδρέου την έσπαζε στην πορεία, αυτό θα απέβαινε σε βάρος του.
Με μια τέτοια τακτική της ΕΔΑ θα διαγράφονταν δυο προοπτικές. Η πρώτη: άμεση πτώση της κυβέρνησης Πιπινέλη και επίτευξη πολύ μεγαλυτέρων προϋποθέσεων για στοιχειωδώς ελεύθερες εκλογές απ’ αυτές που τελικά επιτεύχθηκαν. Ενιαία κάθοδος στις εκλογές των κομμάτων της Αντιπολίτευσης ή, χωριστή μεν, αλλά με πολύ ανεβασμένο το γόητρο και την επιρροή της Αριστεράς. Η δεύτερη: αν η δεξιά προχωρούσε τελικά σε μονόπλευρες εκλογές, θα είχε να αντιμετωπίσει το κοινό μέτωπο πάλης της Αντιπολίτευσης, που θα διέθετε υπέρ αυτού μια συντριπτική υπεροχή δυνάμεων, τέτοια, που τελικά θα ανέτρεπε το νέο πραξικόπημα και θα επέβαλε πιο σοβαρές αλλαγές, στη βάση της ανάδειξης της Αριστεράς σε καθοριστικό παράγοντα των πολιτικών εξελίξεων του τόπου.
Αλλά η ηγεσία της Αριστεράς έτρεφε έναν παθολογικό φόβο μπροστά στο ενδεχόμενο μιας αποχής, γιατί «οι μονόπλευρες Βουλές είναι βραχύβιες... διαρκούν όμως... κάμποσους μήνες ή χρόνια», δηλαδή γιατί εσήμαινε δυσκολίες και αγώνα, και αδημονώντας για μια οποιαδήποτε «αλλαγή», απέρριψε το σωστό δρόμο, που έδειχνε και απαιτούσε η ζωή. Το αποτέλεσμα ήταν να εμφανισθεί η πτώση του Πιπινέλη σαν έργο του Παπανδρέου και να κορυφωθεί το ρεύμα υπέρ της Ε.Κ. και του Παπανδρέου προσωπικά.

Πιστοποιητικό αμεροληψίας στην παλατιανή Κυβέρνηση Μαυρομιχάλη.
Με την πτώση της κυβέρνησης Πιπινέλη δημιουργούνταν προϋποθέσεις για την επίτευξη σοβαρών κατακτήσεων από πλευράς συνθηκών διεξαγωγής, των εκλογών. Όρος απαραίτητος γι’ αυτό ήταν, φυσικά, η σωστή εκτίμηση της γενικής κατάστασης και όλων των βασικών στοιχείων, που τη συγκροτούσαν, ιδιαίτερα του ρόλου και της πραγματικής αποστολής της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, και η χάραξη και εφαρμογή, πάνω στη βάση αυτή, μιας ορθής τακτικής από την πλευρά της Αριστεράς.
Τι έκαμε η ηγεσία της ΕΔΑ; Ακολούθησε την ίδια, κι ακόμα χειρότερη, αντιφατική τακτική. Στην αρχή ετήρησε μια στάση αναμονής: «η κυβέρνηση δηλώνει», «ο κ. Μαυρομιχάλης υπόσχεται, κ.τ.λ. χωρίς μια δική της θέση πάνω σ’ αυτά, που «δηλώνει», «υπόσχεται» η κυβέρνηση, σα να χρειαζόταν η «δοκιμασία των λόγων στην πράξη» για να μπορεί η ΕΔΑ να προσανατολίσει το λαό. Ακολούθησαν ύστερα, απότομα, έντονες, αλλά στην ουσία επιφανειακές, καταγγελίες της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, για να τις διαδεχθεί, το ίδιο απότομα, μια στάση ανοχής και τέλος η «άφεσις αμαρτιών», η εντυπωσιακή προβολή ευχαριστιών και πίστης ότι η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη θα διεξαγάγει «αδιάβλητες εκλογές».
Τις κατακτήσεις, που ο λαός με τον αγώνα του είχε αποσπάσει, η ηγεσία της ΕΔΑ τις έβλεπε, ουσιαστικά, σαν παραχωρήσεις και «χειρονομίες καλής θελήσεως» από την πλευρά της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη (ακούγονταν τότε διάφοροι ψίθυροι ότι και τα ανάκτορα ήθελαν να γίνουν ελεύθερες εκλογές!), που τις ανταπέδιδε με την παραπάνω τελική στάση της. Αντί να δει τις κατακτήσεις αυτές σαν απόδειξη των πραγματικών δυνατοτήτων που υπήρχαν τότε για αποφασιστική διεύρυνση των λαϊκών θέσεων, σαν στοιχείο έμπνευσης και προσανατολισμού ακριβώς για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων αυτών, άφησε να κυριαρχηθεί από το φόβο μη «δυσκολευθεί» η κατάσταση από μια «σκληρή» τακτική και έστησε πρόθυμο αυτί στις διαδόσεις και τις «έγκυρες πληροφορίες», που διοχετεύονταν από την πλευρά ορισμένων παραγόντων της Ε.Κ., για «εγγυήσεις ότι ο Μαυρομιχάλης θα κάμει άψογες εκλογές». Αυτό αναπόφευκτα οδήγησε στην εξασθένηση της πίεσης, στην ουσιαστική αχρήστευση του λαϊκού, μαζικού παράγοντα. Και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην απώλεια της δυνατότητας για απόσπαση μεγαλυτέρων κατακτήσεων και για δημιουργία προϋποθέσεων πολύ διαφορετικής εξέλιξης των πραγμάτων στην παραπέρα πορεία, μετά την απομάκρυνση της δεξιάς από την εξουσία. Και αξίζει να αναφερθεί εδώ η θέση, που διακηρύχθηκε επίσημα, από το βήμα της Βουλής, αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1963, ότι «η επιβολή νέου εκλογικού συστήματος, γνησίας υπηρεσιακής και όρων για στοιχειωδώς ελεύθερες εκλογές (Στην τελική ομιλία του Ν. Καρρά στη Δ' Σύνοδο της Δ.Ε. της ΕΔΑ σημειώνεται, πως εξασφαλίστηκαν ελεύθερες εκλογές. Τι ήταν τέλος πάντων ελεύθερες ή στοιχειωδώς ελεύθερες αυτές οι εκλογές, κατά την άποψη της ηγεσίας της ΕΔΑ;)... δεν παρεχωρήθησαν από κανένα αλλά επεβλήθησαν από το λαό, από τις δημοκρατικές δυνάμεις»(23). (Υ.Σ.).
Λοιπόν, εδώ έχουμε μια ανοιχτή διακήρυξη, ότι η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη υπήρξε μια γνήσια υπηρεσιακή κυβέρνηση, αυτή είναι η ουσία της διατύπωσης - θέσης της ηγεσίας της ΕΔΑ. Βέβαια, ίσως προβληθεί ο ισχυρισμός ότι εδώ υπογραμμίζεται ο ρόλος του λαϊκού παράγοντα, αναφέρεται ότι αυτά «επεβλήθησαν από το λαό» κ.τ.λ. Ένας τέτοιος, ισχυρισμός θα έκανε απλώς πιο λαθεμένη τη θέση. Και ο λόγος είναι φανερός. Η διατύπωση γνήσια υπηρεσιακή αναφέρεται κατευθείαν στη φύση της κυβέρνησης, και η φύση αυτή δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να μεταβληθεί. Η πάλη του λαού μπορούσε να εξαναγκάσει την κυβέρνηση σε συγκεκριμένες παραχωρήσεις, σε λήψη ορισμένων μέτρων, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να μετατρέψει τη «νέα κυβέρνηση Δόβα» σε «γνήσια υπηρεσιακή»! Γίνεται επομένως φανερό πως κάτω από την «προβολή» του λαϊκού παράγοντα προβάλλεται, ουσιαστικά, μια θέση γενικής σημασίας, η θέση ότι μπορεί να αλλάξει ή άλλαξε η φύση του αστικού κράτους, πράγμα που βρίσκεται σε πλήρη «αρμονία» με τη γενική πολιτική και την τακτική της Αριστεράς. Κι ακριβώς μ’ αυτό το πνεύμα αντιμετωπίσθηκε η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη — μια αντιδραστική παλατιανή κυβέρνηση, που είχε κληθεί να εκπληρώσει το «δύσκολο έργο» της εκτροπής των λαϊκών μαζών από το σωστό δρόμο της συνεπούς πάλης και της κατεύθυνσής της στα πλαίσια και στην επιρροή των λεγομένων «εθνικοφρόνων κομμάτων». Η διακήρυξη ότι η Κυβέρνηση Μαυρομιχάλη υπήρξε γνήσια υπηρεσιακή εσήμαινε, εξάλλου, πως αυτή απολάμβανε της πλήρους εμπιστοσύνης της ΕΔΑ. Έτσι, στις συνθήκες όπου η χώρα προχωρούσε πια στις εκλογές, η ηγεσία της ΕΔΑ ευθυγραμμίστηκε ολοκληρωτικά με την ηγεσία της Ε.Κ., που κι αυτή επίσης διαδήλωνε την πλήρη εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση Μαυρομιχάλη.

( 1) «Το Πρόγραμμα της ΕΔΑ». Εγκρίθηκε από το Α' Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ, 1959. 'Έκδοση1960.
( 2) Η σημερινή κατάσταση και τα νέα καθήκοντα του κόμματος. Εισήγηση της Ε.Ε. (Λ. Κύρκος) στην ΣΤ' Σύνοδο της Δ.Ε. της ΕΔΑ, «Αυγή», 12 Μαΐου 1964.
( 3) Στο ίδιο κείμενο.
( 4) Στο ίδιο κείμενο.
( 5) Λ. ΚΥΡΚΟΥ: Εισήγηση στην ΣΤ' σύνοδο της Δ.Ε. της ΕΔΑ, «Αυγή», 12 Μαΐου 1964.
( 6) Στο ίδιο κείμενο.
( 7) Στο ίδιο κείμενο.
( 8) Στο ίδιο κείμενο.
( 9) Απόφαση της ΣΤ' συνόδου της Δ.Ε. της ΕΔΑ, «Αυγή», 19 Μαΐου 1964.
(10) «Το πρόγραμμα της ΕΔΑ», εγκρίθηκε από το Α’ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ, το 1959. Έκδοση 1960.
(11) Λ. ΚΥΡΚΟΥ. Λόγος στη συγκέντρωση του «Κεντρικού» 22 Σεπτεμβρίου 1964, «Αυγή», 23 Σεπτεμβρίου 1964.
(12) Ν. ΚΑΡΑ, Έκθεση στην Δ' Σύνοδο της Δ.Ε. της ΕΔΑ, «Αυγή», 27 Νοεμβρίου 1963 και επίσης: απόφαση της Δ' Συνόδου της ΔΕ της ΕΔΑ, «Αυγή» 30 Νοεμβρίου 1963.
(13)Α. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Η Κύπρος στο κορύφωμα της κρίσης», «Ελληνική Αριστερά», αρ. 13, Αύγουστος 1964.
(14) Η. ΗΛΙΟΥ: Εισήγηση στο Α' Συνέδριο της ΕΔΑ (1959) για το Πρόγραμμα Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής. «Το Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ», Έκδοση 1960.
(15) Η. ΗΛΙΟΥ: Λόγος στη Βουλή (21.12.63) πάνω στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης της Ε.Κ. «Αυγή», 24 Δεκεμβρίου 1963.
(16) Λ. ΚΥΡΚΟΥ: Λόγος στη συγκέντρωση του «Κεντρικού», 11 Δεκεμβρίου 1963, «Αυγή», 12 Δεκεμβρίου1963.
(17) Λ. ΚΥΡΚΟΥ: Λόγος στη συγκέντρωση του «Κεντρικού», 11 Δεκεμβρίου 1963, «Αυγή» 12 Δεκεμβρίου1963.
(18) Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Ο Καρλ Μαρξ και η θεωρία του», Ελλ. Έκδοση 1956.
(19) Η. ΗΛΙΟΥ: Λόγος στη Βουλή, 25 Ιουνίου 1963, «Αυγή», 26 Ιουνίου 1963
(20) Λ. ΚΥΡΚΟΥ, «Το 1963 δεν είναι 1961», «Αυγή», 15 Σεπτεμβρίου 1963.
(21) Η. ΗΛΙΟΥ, Λόγος στη συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης 8 Σεπτεμβρίου 1963, «Αυγή» 10 Σεπτεμβρίου 1963.
(22) «Αυγή», 15 Σεπτεμβρίου 1963.
(23) Α. ΜΠΡΙΛΛΑΚΉ, λόγος στη Βουλή, 22 Δεκεμβρίου 1963, «Αυγή», 24 Δεκεμβρίου 1963
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΛΑΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, Σαββάτο 22/2/2014, www.m-lkke.gr
πηγή: Μ-Λ ΚΚΕ - 50 χρόνια Αναγέννηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου