Η «μαύρη Δευτέρα» των ασιατικών -κατά
κύριο λόγο- αλλά και των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων και εσχάτως και των αραβικών
την 24/08 έδειξε ποια έπρεπε, αξιολογικά μιλώντας, να ήταν η σοβαρότερη ίσως
οικονομική είδηση του καλοκαιριού του 2015.
Την ίδια βέβαια περίοδο που το ζήτημα
του ελληνικού δημόσιου χρέους δοκίμαζε τις αντοχές ενότητας της ευρωζώνης οι
ειδήσεις από την Κίνα παρουσιάζονταν κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές καθώς ο
κύκλος της συνεχούς πτώσης των κινέζικων χρηματιστηρίων δεν έδειχνε να κλείνει.
Πολύ πιθανόν, πέραν των γεωπολιτικών και άλλων σύνθετων οικονομικών διαστάσεων,
η μία εξέλιξη (Ελλάδα) να επηρεάστηκε από την άλλη (Κίνα) ως ένα βαθμό ή
τουλάχιστο να διαδραματίστηκε και στο δικό της απόηχο. Καθώς, επιπρόσθετα. η
πτώση των κινέζικων χρηματιστηρίων παρήγαγε και άλλους βροντερούς «ήχους».
Μέχρι την «Μαύρη Δευτέρα» του
Αυγούστου προηγήθηκαν μέσα στον ίδιο μήνα οικονομικές εξελίξεις -συναφείς
με το κινέζικο κραχ- που προστέθηκαν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό τσουνάμι το
οποίο δείχνει να «απειλεί» σήμερα την παγκόσμια οικονομία:
Η υποτίμηση του κινέζικου γιουάν,
η συνδεδεμένη με αυτή την κίνηση υποβάθμιση της Βραζιλιάνικης οικονομίας από
την γνωστή Moody’s αλλά και η απότομα μεγάλη -όσο και αν πέρασε αν όχι στα
«ψιλά» τουλάχιστο στα… «μεσαία» γράμματα- πτώση του χρηματιστηρίου της Νέας
Υόρκης. Πρώτη σε τέτοια έκταση κατ” άλλους μετά το 2010 κατ άλλους μετά το
2008… Η πτώση αυτή εκδηλώθηκε και την Μαύρη Δευτέρα του Αυγούστου σε μικρότερη
έκταση. Θα προσθέταμε και τη δραματική πτώση του ρουβλιού.
Σε άλλες εποχές πιθανόν θα έφτανε μια
ή δύο το πολύ από τις παραπάνω ειδήσεις για να κινητοποιήσει τον… παγκόσμιο
πανικό εδώ και καιρό. Στην σημερινή περισσότερο πολύπλοκη εποχή -αναμετρώντας
τις επιπτώσεις που θα είχε κάτι τέτοιο- όλοι θέλουν να δείχνουν ότι
παρακολουθούν την κατάσταση με… ψυχραιμία.
Βασικό στοιχείο αυτής της παράταιρης
συμπεριφοράς είναι εκτός των άλλων και ο συνυπολογισμός για κάθε ιμπεριαλιστική
δύναμη ή ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, των ζημιών που θα υποστούν οι… άλλοι, οι
ανταγωνιστές, Ή καλύτερα οι προσδοκίες ή οι εκτιμήσεις για ποιος θα
είναι ο λιγότερος χαμένος αυτής της πολυπλοκότητας συγκρατούν την χρηματιστηριακή
υστερία στο να ξεσπάσει ανεξέλεγκτα. Όσο όμως ο κύκλος της ζημιάς δεν
περιορίζεται στην «περιφέρεια» (ακόμα και αυτήν αν έχει την έκταση της Κίνας)
αλλά επεκτείνεται και στις βασικές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις το πράγμα αποκτά
άλλα χαρακτηριστικά.
Η κινέζικη πτώση.
Αν μηδενίσουμε το κοντέρ των έτσι και
αλλιώς αρνητικών ή αδύναμων επιδόσεων της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής
μηχανής μετά το 2008,και πριν εκδηλωθεί η παρατεταμένη πτώση των
κινέζικων χρηματιστηρίων, θα διαπιστώσουμε πως η σχεδόν μοναδική υπολογίσιμη
θετική επίδοση αυτής της οικονομικής μηχανής μετά το 2008 ήταν η περίφημη
κινέζικη οικονομική έκρηξη. Πολλοί ορκίζονταν στη νέα μεγάλη οικονομική
υπερδύναμη. Και όμως η οικονομία που έφτασε να τζιράρει και να κερδοσκοπεί με
τις επενδύσεις στα… νεκροταφεία έδειχνε σημάδια κόπωσης και οικονομικής
αντιστροφής.
Η εξέλιξη του σπασίματος της
κινέζικης φούσκας σε μεγάλο βαθμό θυμίζει την αντίστοιχη αμερικάνικη αλλά με
τρόπο κινέζικο: Κάπου σε κάποια από τις τόσες επαρχίες της αχανούς επικράτειας
διαπιστώνεται πως μία περιφερειακή τράπεζα δεν μπορεί να στηρίξει το πλέγμα των
δανείων που με κρατικό χρήμα έχουν λάβει οι διασυνδεόμενες με αυτήν τοπικές
τράπεζες για να καλύψουν τα μεγάλα ανοίγματα τους σε στεγαστικά δάνεια.
Πρόκειται για το σκιώδες τραπεζιτικό σύστημα για το οποίο έχουν μιλήσει και
κριτικάρει επανειλημμένα οι δυτικοί οικονομικοί αναλυτές. Και τότε σκάει η
φούσκα. Το ντόμινο που ενεργοποιείται φτάνει μέχρι το χρηματιστήριο της Σαγκάης
αρχικά, στην πορεία συνεχίζει και στα πέντε χρηματιστήρια της χώρας. Εκεί
«διαπιστώνεται» πως όλο αυτό τον χρόνο υπήρχε μια υπερβάλλουσα μόχλευση των
μετοχών των κινέζικων εταιρειών, δηλαδή υπερεκτίμηση της αξίας τους που δεν
αντιστοιχεί στους πραγματικούς τους τζίρους και τα κέρδη τους.
Το κινέζικο δημόσιο προσπαθεί να
αναχαιτίσει την πτώση ρίχνοντας στο χρηματιστήριο τα αποθεματικά των
ασφαλιστικών ταμείων, αλλά η πτώση συνεχίζεται.
Στα μέσα του Αυγούστου η κινέζικη
κυβέρνηση συνυπολογίζοντας και εκτιμώντας πως όλη αυτή η υποβάθμιση των
οικονομικών ρυθμών και η τεράστια απομείωση αξιών επηρεάζει την ισοτιμία του
γιουάν, ρίχνοντας την πραγματική συναλλακτική του αξία στις αγορές χρήματος,
αποφασίζει να κάνει τη διόρθωση. Υποτιμά και επίσημα κατά ένα μικρό ποσοστό το
κινέζικο εθνικό νόμισμα έναντι του δολαρίου με το οποίο είναι μονομερώς
συνδεδεμένο ώστε να το αντιστοιχίσει στην πραγματική του αξία και να αποφύγει
παραπέρα δυσάρεστες εξελίξεις και επιπτώσεις.
Η κίνηση αυτή φαίνεται δικαιολογημένη
και όχι αβάσιμη όμως στο βάθος της απόφασης αναδύονται επίσης ζητήματα που
σχετίζονται με τον νομισματικό και συναλλαγματικό πόλεμο που εδώ και κάποια
χρόνια εξελίσσεται παγκόσμια.
Η υποτίμηση του κινέζικου
νομίσματος.
Το ένα έχει να κάνει με αυτό που οι
αμερικάνοι έχουν κριτικάρει και απαιτήσει να περιοριστεί ή και να εξαλειφτεί,
δηλαδή την «κρατική χειραγώγηση του κινέζικου νομίσματος».
Τα δύο βασικά παγκόσμια οικονομικά
προβλήματα των αμερικάνων στα πλαίσια του οικονομικού και γεωπολιτικού
ανταγωνισμού αν μπορούσαν να συνοψιστούν είναι δύο: Τα γερμανικά πλεονάσματα
και το κινέζικο νόμισμα.
Όπως στην Ευρώπη «επιθυμούν» μία
Γερμανία εύρωστη που να συγκρατεί και να συγκροτεί την ευρωπαϊκή οικονομία και
αγορά όχι όμως τόσο πλεονασματική και τόσο δημοσιονομικά, νομισματικά και
χρηματοπιστωτικά οχυρωμένη έτσι κατ” αναλογία «επιθυμούν» μία Κίνα μεγάλη και
αχανή αγορά, αγοραστή του δικού τους κρατικού χρέους (ως του μεγαλύτερου
κατόχου αμερικάνικων ομολόγων) δεύτερης κατηγορίας – όχι σε εμπορεύματα
τεχνολογιών αιχμής- συμπληρωματικό εμπορικό ανταγωνιστή. Που όμως να μην εκβιάζει
μέσω της υποτίμησης του νομίσματος με τα μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα σε
δολάριο που διακρατεί και να μην κερδίζει έδαφος στο πεδίο των φτηνών εξαγωγών.
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με
την από καιρού αίτηση της Κίνας να συμπεριληφθεί το γιουάν στα αποθεματικά
νομίσματα του ΔΝΤ, να γίνει δηλαδή το κινέζικο εθνικό νόμισμα το πέμπτο μετά
την στερλίνα, φυσικά το δολάριο, το ευρώ και το γιεν, παγκόσμιο αποθεματικό
νόμισμα. Να μπορούν δηλαδή όλα τα άλλα νομίσματα να ανταλλάσσονται με αυτό σε
μαζική κλίμακα και να αποθεματοποιούνται σε αυτό. Να χειραφετηθεί από το
δολάριο και να αποχτήσει τα περίφημα «ειδικά τραβηχτικά δικαιώματα» όπως
λέγονται που απολαμβάνουν τα υπόλοιπα τέσσερα αποθεματικά νομίσματα του ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ, όχι τόσο πρόθυμα αφού
διαπιστώνει την όντως μεγάλη οικονομική ζώνη που συναλλάσσεται με βάση το
γιουάν, διαπιστώνει επίσης πως ακόμα δεν πληρεί τους όρους του αποθεματικού
νομίσματος και για να μετατραπεί σε τέτοιο απαιτείται ένα τουλάχιστο
εξάμηνο προετοιμασίας -τοποθετεί την έναρξη της διαδικασίας τον ερχόμενο
Νοέμβρη- ώστε να μην υπάρχουν αναταράξεις. Κάτι που φυσικά κάθε άλλο παρά
ικανοποιεί την κινέζικη ηγεσία.
Η κίνηση συνεπώς της υποτίμησης δεν
έχει μόνο στοιχεία «άμυνας» αλλά και στοιχεία χειραφέτησης από το δολάριο και
κόντρας με αυτό.
Η επανάκαμψη της πτώσης.
Η νέα πτώση στα κινέζικα χρηματιστήρια -και αφού είχε προηγηθεί ένας Αύγουστος κάθε άλλο παρά φτωχός σε οικονομικές και νομισματικές αντιπαραθέσεις- πυροδοτήθηκε από νέες αποφάσεις των κινέζικων οικονομικών αρχών. Συγκεκριμένα αποφασίστηκε σχεδόν να μηδενιστεί το όριο των αποθεμάτων που διαθέτουν οι περιφερειακές κινεζικές τράπεζες, να μηδενιστεί σχεδόν το επιτόκιο τους προκειμένου να δανείσουν μαζικά τις μεσαίες κατά βάση καπιταλιστικές επιχειρήσεις της περιφέρειας. Να ανεβάσουν έτσι τόσο την προσφορά όσο και την εσωτερική ζήτηση. Αυτό οι παγκόσμιες «αγορές» το έλαβαν ως το πιο ξεκάθαρο μήνυμα αναγνώρισης του στομώματος της κινέζικης οικονομικής μηχανής και απέλπιδα προσπάθεια αντιστροφής των οικονομικών εξελίξεων. Συνδυάστηκε αυτή η απόφαση με τα άσχημα στοιχεία της βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας που δημοσιεύθηκαν και έσπειραν τον πανικό στις χρηματαγορές λίγο πριν τη δευτεριάτικη παγκόσμια πτώση. Η υποτίμηση του γιουάν την προπροηγούμενη εβδομάδα ανέβασε τον πήχη της ανησυχίας για την ανάπτυξη παγκοσμίως, φτάνοντας το τελευταίο «οχυρό» της σταθερότητας, τον δείκτη S&P 500 της Wall street.
Η νέα πτώση στα κινέζικα χρηματιστήρια -και αφού είχε προηγηθεί ένας Αύγουστος κάθε άλλο παρά φτωχός σε οικονομικές και νομισματικές αντιπαραθέσεις- πυροδοτήθηκε από νέες αποφάσεις των κινέζικων οικονομικών αρχών. Συγκεκριμένα αποφασίστηκε σχεδόν να μηδενιστεί το όριο των αποθεμάτων που διαθέτουν οι περιφερειακές κινεζικές τράπεζες, να μηδενιστεί σχεδόν το επιτόκιο τους προκειμένου να δανείσουν μαζικά τις μεσαίες κατά βάση καπιταλιστικές επιχειρήσεις της περιφέρειας. Να ανεβάσουν έτσι τόσο την προσφορά όσο και την εσωτερική ζήτηση. Αυτό οι παγκόσμιες «αγορές» το έλαβαν ως το πιο ξεκάθαρο μήνυμα αναγνώρισης του στομώματος της κινέζικης οικονομικής μηχανής και απέλπιδα προσπάθεια αντιστροφής των οικονομικών εξελίξεων. Συνδυάστηκε αυτή η απόφαση με τα άσχημα στοιχεία της βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας που δημοσιεύθηκαν και έσπειραν τον πανικό στις χρηματαγορές λίγο πριν τη δευτεριάτικη παγκόσμια πτώση. Η υποτίμηση του γιουάν την προπροηγούμενη εβδομάδα ανέβασε τον πήχη της ανησυχίας για την ανάπτυξη παγκοσμίως, φτάνοντας το τελευταίο «οχυρό» της σταθερότητας, τον δείκτη S&P 500 της Wall street.
Φυσικά αναγνωρίζεται έτσι το
πραγματικό πρόβλημα δηλαδή πως η παγκόσμια οικονομική κρίση -έστω και με
κινέζικο ιδιόμορφο τρόπο- εκφράζεται και εκδηλώνεται και στο κινέζικο
οικονομικό «θαύμα».
Γιατί πέρα από τις εγγενείς
αντιφάσεις και τα στομώματα της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
στο εσωτερικό υπάρχουν και οι ανασχέσεις του «θαύματος» στο εξωτερικό. Η
περίπτωση της Λιβύης όπου η Κίνα αναγκάστηκε να αποσύρει επενδύσεις
εκατομμυρίων και χιλιάδες ειδικευμένους εργάτες και ειδικούς είναι
χαρακτηριστική. Ανάλογες ανασχέσεις της οικονομικής της πολιτικής
αντιμετωπίζει η Κίνα στην νοτιοανατολική Ασία όπου η ζώνη
αποκλειστικής ανταλλαγής γιουάν-γιεν που αποφασίστηκε πανηγυρικά, σχεδόν,
πριν λίγα χρόνια το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν
έχει ξανακουστεί. Εκεί η κινέζικη ηγεσία προσπαθεί να δώσει απαντήσεις
οικονομικής επέκτασης και να επιταχύνει την παρέμβαση της με την
δημιουργία της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων.
Το ποιοτικό στοιχεία της νέας πτώσης
είναι ότι αποκτά διεθνή διάσταση.
Αυτό μόνο και μόνο αρχικά από το
μέγεθος της Κίνας ως οικονομικής ζώνης αλλά και σε σύνδεση με τις πτωτικές
τάσεις της τιμής του πετρελαίου: Όταν ο μεγαλύτερος και ο πιο θερμός
καταναλωτής και «καλός πελάτης» καυσίμων (αλλά και χάλυβα και κάρβουνου)
«στομώνει» τότε το ντόμινο επεκτείνεται και στα αραβικά χρηματιστήρια καθώς
στον ορίζοντα προβάλλει η κατάρρευση των τιμών και των προθεσμιακών συμβολαίων
σε πετρέλαιο. Που ήδη για διάφορους λόγους -που δεν είναι του παρόντος
σημειώματος- έχουν ήδη πάρει την κατηφόρα.
Αλλά και η αμερικάνικη αγορά δεν
μένει πια έξω από τον χορό της υποτίμησης. Τόσο εμμέσως -καθώς ανακοινώνονται
στοιχεία για πτώση του βιομηχανικού δείκτη και όχι σημαντική βελτίωση της
αγοράς εργασίας που συντονίζουν τον… δίδυμο πανικό των αγορών σε
Κίνα και ΗΠΑ- αλλά και άμεσα, καθώς τον χορό της πτώσης τον σέρνουν
αμερικάνικες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα.
Στην προχθεσινή δευτεριάτικη πτώση οι
μετοχές της General electric έφτασαν να χάσουν το 20% της αξίας τους.
Για άλλη μια φορά η κρίση είναι εδώ.
Δύο συμπεράσματα, μία
παρατήρηση, και μία υπόθεση…
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι στη
σημερινή παγκόσμια οικονομική συγκυρία και με ότι έχει προηγηθεί από το 2008, η
εμφανής αδυναμία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής μηχανής να δώσει
απαντήσεις και να επεκταθεί στο επίπεδο της πραγματικής οικονομικής βάσης, της
παραγωγής, δημιουργεί όρους διεθνοποίησης της κρίσης όταν ξεσπά μία αναταραχή.
Το είδαμε με το «ελάχιστο μέγεθος» Ελλάδα που βέβαια αποτελώντας κομμάτι
της κρίσης της ευρωζώνης και σταθμό της ενδοϊμπεριαλιστικής
αντιπαράθεσης, έλαβε αυτή τη διεθνή διάσταση. Η περίπτωση της Κίνας είναι να το
πούμε μία πιο… καθαρή οικονομική είδηση λόγω μεγέθους και κλίμακας. Μία
αποσταθεροποίηση της κινέζικης οικονομικής μηχανής δεν είναι το είδος της
ελεγχόμενης αποδυνάμωσης -η κρίση δεν κάνει το χατίρι των αμερικάνων!- που θα
επιθυμούσαν οι αμερικάνοι και οι υπόλοιποι δυτικοί ιμπεριαλιστές καθώς
πυροδοτεί ξανά την παγκόσμια οικονομική κρίση. Που μερικώς απαντήθηκε το 2009
και εντεύθεν. Και την επιστρέφει στον τόπο γέννησης της…
Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά αυτόν
ακριβώς τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές. Η νομισματική αντιπαράθεση
που προηγήθηκε και συνεχίστηκε πιο έντονα με την υποτίμηση του γιουάν είναι
απόδειξη του οικονομικού πολέμου και της αντιπαράθεσης που έχει ξεσπάσει,
βέβαια από καιρό. Αυτή η σύγκρουση είναι δομικό στοιχείο της κρίσης. Αναμένεται
δε με τις προαναγγελθείσες -αλλά όχι ακόμα υλοποιημένες σε κλίμακα, εδώ
υπάρχουν ερωτηματικά- αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ για την άνοδο
των επιτοκίων, να πάρει πιο άγρια χαρακτηριστικά. Εντελώς ψυχρά και
ανερυθρίαστα η Moody” s δικαιολόγησε την υποβάθμιση της Βραζιλιάνικης
οικονομίας, του δεύτερου σοβαρότερου ετέρου της Κίνας στον οικονομικό
συνασπισμό των BRICS (Bραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική όπως
εμφανίζονται κατά σειρά στο ακρωνύμιο) με βάση την υποτίμηση του γιουάν!
Η παρατήρηση αφορά την ευρωζώνη και
είναι διπλή. Προφανώς τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια χτυπιούνται και θίγονται. Όμως
το μόνο πρόγραμμα που εξακολουθεί ακόμα να τρέχει και «πουλά» στις διεθνείς
αγορές είναι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και αγοράς ομολόγων του Ντράγκι.
Από την άλλη ο μεγάλος κερδισμένος της κρίσης είναι τα γερμανικά ομόλογα οι
αποδόσεις των οποίων είναι σχεδόν μηδενικές και σε αυτά στρέφονται τα διεθνή
κεφάλαια. Αυτό δείχνει τι επιδιώκει και πως ωφελείται η Γερμανία από την
ευρωπαϊκή «οχύρωση». Φαίνεται λες η κρίση ταυτόχρονα να
δικαιώνει και τις δύο γραμμές που αντιπαρατέθηκαν στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής
για το ελληνικό δημόσιο χρέος και το πρόγραμμα «διάσωσης»! Αυτή η διπλή…
δικαίωση δεν θα κρατήσει για πολύ. Ήδη τα ιταλικά ομόλογα σημείωσαν άνω του 10%
αυξήσεις των αποδόσεων και των περιθωρίων διακύμανσης (τα γνωστά spreads) σε
σχέση με τα γερμανικά. Ακολουθούν τα γαλλικά…
Η υπόθεση αφορά τους τριγμούς και
στην όξυνση της κρίσης που θα φέρει η ένταση της αντιπαράθεσης στο νομισματικό
επίπεδο. Αν δηλαδή «κανονικά» η κρίση περάσει στα νομίσματα. Τα ιμπεριαλιστικά
επιτελεία το γνωρίζουν γι’ αυτό και κρατούν μια διπλή στάση (πχ, αν και
σε απόσταση, κρατούν ανοιχτές τις πόρτες στις συνομιλίες για την ένταξη του
γιουάν στο νομισματικό καλάθι του ΔΝΤ). Βέβαια το εξάμηνο αποτελεί πια «μεγάλο
χρονικό διάστημα» με βάση την συμπύκνωση των εξελίξεων.
Αν αυτό το κομμάτι, ο συναλλαγματικός
και νομισματικός πόλεμος -που αποτελεί μέρος της πλέον πολιτικοποιημένης
αντιπαράθεσης του οικονομικού πολέμου που διεξάγεται- μπορεί με μια έννοια να
ελεγχθεί περισσότερο, καθόλου δεν μπορεί να εγγυηθεί κανείς πως η κρίση θα
περιοριστεί τουλάχιστον όσον αφορά τη χρηματιστήρια. Ακόμα και αν προσωρινά
υπάρξει μία αντιστροφή του πανικού. Η καταστροφική της μανία θα είναι σε αυτή
την περίπτωση κάτι που δεν θα έχουμε ξαναδεί καθώς ήδη έχουν εξαντληθεί οι
κρατικοί προϋπολογισμοί στην πρώτη φάση διάσωσης του χρηματοπιστωτικού
συστήματος με τις αποφάσεις του 2009 στη σύνοδο των G20 και εντεύθεν. Γιατί η
κρίση δεν έφυγε ποτέ και δεν απαντήθηκε ουσιαστικά.
Αυτό το γνωρίζουν ακόμη και όσοι
κάνουν πως δεν το γνωρίζουν….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου