Η αντιφασιστική
αντίσταση, η θηριωδία του φασισμού και ο βομβαρδισμός της Γκουέρνικα
Παγωμένοι οι νεκροί
μας στο σπανιόλικο χώμα κοιμούνται
Χιόνι χτυπά μανιασμένα μέσα απ’ των λιόδεντρων τις ρίζες
Κομμάτι απ’ το χώμα αυτό είναι τώρα οι νεκροί μας
Μες της Ισπανίας το αθάνατο χώμα
Μα τον χειμώνα μονάχα ο θάνατος θα τους σκεπάζει
Σαν η άνοιξη θα ‘ρθει να δώσει την πνοή της
Οι νεκροί μας με την πνοή τούτη για πάντα θα ζήσουν
Χιόνι χτυπά μανιασμένα μέσα απ’ των λιόδεντρων τις ρίζες
Κομμάτι απ’ το χώμα αυτό είναι τώρα οι νεκροί μας
Μες της Ισπανίας το αθάνατο χώμα
Μα τον χειμώνα μονάχα ο θάνατος θα τους σκεπάζει
Σαν η άνοιξη θα ‘ρθει να δώσει την πνοή της
Οι νεκροί μας με την πνοή τούτη για πάντα θα ζήσουν
Έρνεστ Χεμινγουέη
Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που
μεσολαβεί από το ξέσπασμα του φασιστικού πραξικοπήματος στο ισπανικό Μαρόκο (17
Ιουλίου 1936) ως το χειμώνα του ’37, οι φασίστες – παρά την γενναία αντίσταση
των δημοκρατικών – προελαύνουν αργά αλλά σταθερά προς τον Βορρά, έχοντας
καταλάβει τη Μαγιόρκα, το Ιρούν, το Σαν Σεμπαστιάν και τη στρατηγικής σημασίας
Μάλαγα. Η αποτελεσματική αντίσταση της Μαδρίτης στην πολύμηνη πολιορκία, αλλά
και η επικράτηση των δημοκρατικών στη μάχη του Χάραμα το Φεβρουάριο, όπου η
σοβιετική ταξιαρχία αρμάτων μάχης εξαναγκάζει την ταξιαρχία του Μπαρόν σε
υποχώρηση, όπως και η αποτελεσματική απώθηση των ιταλικών στρατευμάτων στη
Γκουανταλαχάρα το Μάρτιο, δίνουν αέρα στα πανιά των Δημοκρατικών, αλλάζοντας
αποφασιστικά το κλίμα. Στην εκπνοή ωστόσο του μήνα, οι φασίστες οργανώνουν
επίθεση στον Βορρά, πειθόμενοι από τους ναζί να εγκαταλείψουν προσωρινά τις
ούτως ή άλλως αποτυχημένες προσπάθειες κατάληψης της Μαδρίτης και να
εκμεταλλευτούν την αεροπορική υπεροχή τους: ο βομβαρδισμός της Γκουέρνικα είναι
προ των πυλών.
Ο βομβαρδισμός της Γκερνίκα ή
Γκουέρνικα, όπως συνηθέστερα αποκαλείται στη γλώσσα μας, από τα τραγικότερα, αν
όχι το τραγικότερο γεγονός του ισπανικού Εμφυλίου, επηρέασε τόσο την έκβαση του
Εμφυλίου καθεαυτού, όσο και την εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όντας για
τους ναζί η πειραματική δοκιμή των βομβαρδισμών “ευρείας κλίμακας” εναντίον
αμάχων.
Το κίνητρό τους αποτυπώνεται με
κυνική σαφήνεια στις σημειώσεις του φον Ριχτχόφεν, διοικητή της ναζιστικής
λεγεώνας “Κόνδωρ”, μετά την ισοπέδωση της ιστορικής βασκικής πόλης: “όταν
καταστρέφονται πόλεις, …. όταν ένας ολόκληρος πληθυσμός αποδεκατίζεται από τις
βόμβες και τις φλόγες, είναι αδύνατον ο εχθρός να συνεχίσει τον πόλεμο.
Εισακούονται οι κραυγές των αμάχων που εκλιπαρούν για κατάπαυση των
εχθροπραξιών”.
Για να γίνει ωστόσο κατανοητή η
προσφυγή στην χωρίς προηγούμενο αγριότητα, ακραία ακόμα και για τους ναζί – στη
φάση εκείνη τουλάχιστον – πρέπει να γίνει κατ’ αρχήν αντιληπτό το
ουσιαστικό διακύβευμα, το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται στην
επικράτηση ή μη των δυνάμεων του Λαϊκού Μετώπου, αλλά αφορά κυρίως το
ενδεχόμενο να πιστωθεί μια νίκη πολλαπλών όψεων κι ανυπολόγιστης εμβέλειας στο
κομμουνιστικό στρατόπεδο: στην Κομιντέρν, που έχει την ευθύνη για τη δημιουργία
και οργάνωση των Διεθνών Ταξιαρχιών, και κυρίως στη ραγδαία αναπτυσσόμενη
Σοβιετική Ένωση, που έχει πείσει για την ανάγκη συγκρότησης λαϊκών μετώπων
πανευρωπαϊκά, κι αυξάνει διαρκώς την ισχύ και την επιρροή της σε παγκόσμια
κλίμακα, έχοντας παράλληλα ταχθεί ολόπλευρα στο πλευρό των δημοκρατικών, με
συντεταγμένες στρατιωτικές δυνάμεις και πάνω απ’ όλα, με τους ανθρώπους της.
Ο γενικότερος αντίκτυπος της
κομμουνιστικής σκέψης και δράσης αποτυπώνεται πολύ χαρακτηριστικά στον
εντυπωσιακό πολλαπλασιασμό των δυνάμεων του Ι.Κ.Κ.: από 38.000 μέλη στην έναρξη
του Εμφυλίου, φτάνει τις 300.000 σε διάστημα ενός μόλις χρόνου.
Προκειμένου ν’ αναχαιτιστεί λοιπόν η
“επέλαση των Κόκκινων”, το φιλελεύθερο δυτικό στρατόπεδο δεν διστάζει να
ομονοήσει σε μια στάση ανοχής προς τον Φράνκο κι υπονόμευσης της κυβέρνησης του
Λαϊκού Μετώπου, με την πολιτική της δήθεν “μη επέμβασης”, υποδαυλίζοντας
υπογείως την ευθεία αντιπαράθεση των φασιστών προς τις δημοκρατικές δυνάμεις
και τη Σοβιετική Ένωση.
Οι Βάσκοι, που στηρίζουν τους
Δημοκρατικούς, έχουν από τον Οκτώβριο του ’36 κατοχυρώσει την αυτονομία τους,
και ο Αγκίρε, ο 32χρονος ηγέτης του βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος, έχει
ορκιστεί στη γλώσσα του κάτω από την ιερή βελανιδιά της Γκουέρνικα. Η πτέρυγα
μάχης των καταδιωκτικών της λεγεώνας “Κόνδωρ”, είναι συγκεντρωμένη στην πόλη
Βιτόρια και οι μοίρες των βομβαρδιστικών στο Μπούργος, που βρίσκεται υπό την
κατοχή των φασιστών. Ο Μόλα απευθύνει τελεσίγραφο με το οποίο απαιτεί άμεση
παράδοση, και στις 31 Μαρτίου ξεκινάει η επίθεση. Οι φασίστες κινούνται
βορειοδυτικά, με πρόθεση την κατάληψη τριών βασκικών βουνών• καταφέρνουν να
καταλάβουν τα δύο, στο τρίτο οι Βάσκοι αντιστέκονται αποτελεσματικά. Το
βρετανικό βασιλικό ναυτικό εκφράζει την ανεπιφύλακτη υποστήριξή του στη
φρανκική πλευρά κι ως τις 20 Απριλίου, οι φασίστες επικρατούν στα σημεία.
Το απόγευμα της 23ης Απριλίου, ο
Ριχτχόφεν, απογοητευμένος από την αργή προέλαση των εθνικιστικών στρατευμάτων,
αποσύρει προσωρινά τη λεγεώνα “Kόνδωρ”.
Την 25η Απριλίου, σημαντικό μέρος των
δημοκρατικών μαχητών οπισθοχωρούν στη Γκουέρνικα, δέκα περίπου χιλιόμετρα πίσω
από τις γραμμές. Την επόμενη ακριβώς μέρα, η καμπάνα της κεντρικής εκκλησίας
στη Γκουέρνικα προειδοποιεί για αεροπορική επιδρομή. Είναι μέρα λαϊκής αγοράς
κι αρκετοί αγρότες βρίσκονται στην πόλη με τα πρόβατα και τις αγελάδες τους. Με
το που γίνεται αντιληπτή η επίθεση, μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού και
σκόρπιοι πρόσφυγες καταφεύγουν στα υπόγεια που έχουν ρόλο καταφυγίων. Ένα
βομβαρδιστικό Heinkel 111 της πειραματικής μοίρας της λεγεώνας “Κόνδωρ”, πετάει
πάνω απ’ την πόλη, αδειάζει το φορτίο του στο κέντρο και χάνεται.
Πλήθος ανθρώπων βγαίνει από τα
καταφύγια και κάμποσοι σπεύδουν να βοηθήσουν τους τραυματίες. Ένα τέταρτο
αργότερα, ολόκληρη η μοίρα πετάει πάνω απ’ την πόλη ρίχνοντας βόμβες διαφόρων
μεγεθών. Ακολουθούν βαρύτερες βόμβες• τα καταφύγια δεν αντέχουν. Οι άνθρωποι
τρέχουν πανικόβλητοι στα χωράφια και τα καταδιωκτικά τους κυνηγούν, ρίχνοντας
χειροβομβίδες και πολυβολώντας αδιακρίτως άντρες, γυναίκες, παιδιά, καλόγριες
του νοσοκομείου, οικόσιτα ζώα.
Στις 17.15, εφορμούν τα ‘βαριά’
Junkers 52. Τρεις μοίρες βομβαρδίζουν επί δυόμισι ώρες την πόλη ανά 20λεπτα
διαστήματα. (Οι κυλιόμενοι βομβαρδισμοί επινοήθηκαν από τη λεγεώνα “Κόνδωρ” στη
διάρκεια των επιδρομών εναντίον των δημοκρατικών στο Οβιέδο). Οι εμπρηστικές
βόμβες πέφτουν από τα Junkers και διασκορπίζονται σαν μεταλλικός χαρτοπόλεμος
μέσα από σωλήνες αλουμινίου.
Οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να
περιγράψουν το σκηνικό, ήταν ‘κόλαση’ και ‘αποκάλυψη’. Οικογένειες θάφτηκαν στα
ερείπια των σπιτιών τους ή συντρίφτηκαν μέσα στα καταφύγια. Αγελάδες και
πρόβατα, λάμποντας από το λευκό του φωσφόρου έτρεχαν ξέφρενα ανάμεσα σε
κτίσματα μέχρι που υπέκυπταν.
Η βασκική κυβέρνηση καταμετρά 1654
νεκρούς και 889 τραυματίες – το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού. Η Γκουέρνικα
έχει ισοπεδωθεί.
Σύμφωνα με το ημερολόγιο του
Ριχτχόφεν, η επίθεση σχεδιάστηκε από κοινού με τους Ισπανούς φασίστες. Ο
επιτελάρχης του Μόλα είχε συμφωνήσει τόσο για τον στόχο, όσο και για τον χρόνο
και τον χαρακτήρα της επίθεσης. Η λακωνική εκ των υστέρων καταχώρηση, δεν θα
μπορούσε να είναι πιο περιεκτική: “H K/88 (η δύναμη των βομβαρδιστικών της
λεγεώνας) είχε ως στόχο την Γκουέρνικα, προκειμένου να ανακόψει και να
αποδιοργανώσει τη σύμπτυξη των Κόκκινων, η οποία θα έπρεπε να περάσει από
εκεί”. Την επόμενη μέρα σημειώνει μόνο: “η Γκουέρνικα καίγεται”. Και στις
28 Απριλίου: “η Γκουέρνικα πρέπει να καταστραφεί ολοσχερώς”.
Η ‘έκθεση μάχης’ της λεγεώνας για τη
συγκεκριμένη μέρα χάθηκε. Σε κάθε περίπτωση, αν μεταξύ των στόχων επιδρομής
ήταν ο αποκλεισμός των διόδων, όλα τα υπόλοιπα υποδεικνύουν ένα πείραμα για την
αποτελεσματικότητα της από αέρα τρομοκρατίας και την αποφασιστική τροπή του
πολέμου υπέρ των φασιστών. Ο Ριχτχόφεν, που έχει την ευθύνη των επιχειρήσεων
της Λουφτβάφε και είναι ξάδερφος του διαβόητου Κόκκινου Βαρώνου του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου (με 80 καταρρίψεις αεροπλάνων της Αντάντ στο ενεργητικό του,
πριν καταρριφθεί κι ο ίδιος στην Αμιένη τον Απρίλιο του 1918), μένει στην
ιστορία ως ο καταστροφέας όχι μόνο της Γκουέρνικα, αλλά και του επίσης
ισπανικού Ντουράνγκο, κι αργότερα, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του
Ρότερνταμ, του Βελιγραδίου, αλλά και των δικών μας Χανίων και του Ηρακλείου,
όπως και πολλών σοβιετικών πόλεων, μεταξύ των οποίων το Στάλινγκραντ, όπου
σκοτώνονται 40.000 άμαχοι.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ...
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://eyrytixn.blogspot.gr/2013/10/blog-post_25.html