Μετωπικά πλέον και με σκληρές εκφράσεις
συγκρούονται τα δύο «στρατόπεδα» υπέρ και κατά της παραμονής της Βρετανίας στην
ΕΕ. Τις τελευταίες μέρες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια αύξηση των ποσοστών
του στρατοπέδου του «Brexit», που αυξάνουν ταυτόχρονα τη νευρικότητα και την
ανησυχία στις «αγορές» και στα διάφορα κέντρα αποφάσεων (ΕΕ, ΗΠΑ, ΔΝΤ). Η
αντιπαράθεση διαπερνά όλη τη βρετανική κοινωνία και όλα τα κόμματα
(Συντηρητικό, Εργατικό κλπ.), με το πολιτικό σκηνικό της Βρετανίας να είναι
πλήρως διαταραγμένο, πράγμα που δείχνει ότι οξύνονται οι ενδοαστικές αντιθέσεις
και ότι το πρόβλημα για την αστική τάξη είναι μεγάλο.
Όταν εδώ και δύο περίπου χρόνια, ο
Κάμερον, φανατικός υπερασπιστής τώρα της παραμονής στην ΕΕ, δεσμεύτηκε να
επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ, επικυρώνοντάς την με
δημοψήφισμα, για να εξασφαλίσει κι άλλες προνομιακές για το κεφάλαιο της χώρας
του εξαιρέσεις, μετά την ειδική συμφωνία ΕΕ-Βρετανίας, που υπογράφτηκε το
Φλεβάρη του 2016, δεν φανταζόταν ότι τα πράγματα θα οδηγούνταν εδώ που
έφτασαν.
Τώρα επικεφαλής του «Bremain»
(παραμονή στην ΕΕ), με διάφορες εμπρηστικές δηλώσεις, απειλές και πιέσεις,
χρησιμοποιεί σαν «όπλο» την κινδυνολογία για το μέλλον της βρετανικής
οικονομίας, ισχυριζόμενος ότι σε περίπτωση «Brexit » θα ακολουθήσει «μια
χαμένη δεκαετία αβεβαιότητας», κατά τη διάρκεια της οποίας το Λονδίνο θα πρέπει
να επαναδιαπραγματευτεί μια εμπορική συμφωνία με την ΕΕ, κάτι που «θα
εξαντλήσει την ενέργεια της κυβέρνησης και της χώρας».
Ο υπουργός Οικονομικών μάλιστα, ο Τζορτζ
Οσμπορν, απείλησε ότι σε περίπτωση Βrexit θα παρθούν έκτακτα μέτρα
ευρύτερων περικοπών, ακόμη και στους τομείς της Υγείας και της Εκπαίδευσης,
πράγμα που προκάλεσε αντιδράσεις βουλευτών του Συντηρητικού κόμματος, με 57 απ’
αυτούς να δηλώνουν δεν θα ψηφίσουν τέτοια μέτρα.
Στο πλευρό τους και ο Σύνδεσμος
Βρετανικών Βιομηχανιών (CBI), μεγάλες εταιρείες ακινήτων, το διεθνές πρακτορείο
Bloomberg, οι Goldman Sachs, JP Morgan, Morgan Stanley, Citibank κι άλλες
επιχειρήσεις, με τον βιομηχανικό όμιλο «Ρολς Ρόυς», αλλά και τον
βρετανικό τηλεπικοινωνιακό όμιλο «ΒΤ» να στέλνουν επιστολές στους
δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους-υπαλλήλους τους, ζητώντας τους να ψηφίσουν κατά
του «Βrexit», προειδοποιώντας τους πως τυχόν αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ
«θα κάνει κακό στην εταιρεία και την οικονομία...».
Ακόμη και τα 10 μεγαλύτερα βρετανικά
συνδικάτα (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα συνδικάτα Unite και Unison, με
κοινή επιστολή - έκκληση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «The Guardian») και η
Συνομοσπονδία Εργαζομένων Βρετανίας (TUC), εμφορούμενα από βαθιές ρεφορμιστικές
αντιλήψεις, συντάχθηκαν με το «ΝΑΙ στην ΕΕ», καλλιεργώντας αυταπάτες για την
ΕΕ, εμφανίζοντάς την προστάτη των εργατικών δικαιωμάτων, απηύθυναν έκκληση στα
6.000.000 μέλη τους να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής της ΕΕ, με επιχείρημα ότι τα
κοινωνικά και πολιτιστικά πλεονεκτήματα της παραμονής στην ΕΕ «υπερισχύουν κατά
πολύ των πλεονεκτημάτων μιας εξόδου».
Στο μέτωπο του «ΝΑΙ» επιστρατεύθηκαν
και δύο πρώην πρωθυπουργοί, ο συντηρητικός Μέιτζορ και ο σοσιαλδημοκράτης
Μπλερ, με τον πρώτο να απειλεί ότι σε περίπτωση «Brexit» θα ενταθούν οι πιέσεις
για τη διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, και τον
δεύτερο να προειδοποιεί ότι θα υπονομευτεί η ειρηνευτική συμφωνία του 1998,
μεταξύ Καθολικών (που ήθελαν την ένωση με την Ιρλανδία) και Προτεσταντών (που
επιθυμούσαν την παραμονή στο ΗΒ) στη Βόρεια Ιρλανδία.
Το ρήγμα είναι βαθύ και προκάλεσε …
«ναυμαχία» στον Τάμεση, με αλιείς - υποστηρικτές της εκστρατείας υπέρ
του «Brexit», να δημιουργούν στολίσκο με μικρά σκάφη, διαμαρτυρόμενοι για
την αλιευτική πολιτική της ΕΕ, που συγκρούστηκε φραστικά, με άλλο στολίσκο που
είχε ναυλώσει το κίνημα υποστηρικτών της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ.
Υπέρ του «ΟΧΙ» έχουν ταχθεί από την
άλλη πλευρά το μπλοκ «Επιχειρήσεις για τη Βρετανία» («Business for Britain»),
στο οποίο συμμετέχουν επιχειρηματίες και διευθυντικά στελέχη, μεγάλες εταιρείες
στην ιδιωτική Ασφάλιση, στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, στις εταιρείες
λογισμικού, ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου, Μπόρις Τζόνσον, υπουργοί και
βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος, ορισμένοι βουλευτές του Εργατικού
Κόμματος, το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Ukip του Φάρατζ, η βρετανική λαϊκίστικη
εφημερίδα «The Sun» του συγκροτήματος Μέρντοχ, αλλά και η «Αριστερή Καμπάνια για
Έξοδο από την ΕΕ» («Left Leave»), στην οποία συμμετέχουν το ΚΚ Βρετανίας,
άλλα κόμματα και συνδικάτα, π.χ. στον κλάδο των μεταφορών, στα τρόφιμα, στα
αρτοποιεία κ.ά.
Η σκληρή «κόντρα» ενισχύει την
αβεβαιότητα για το «μεγάλο ατύχημα» (όπως χαρακτηρίζεται η επικράτηση του
«Brexit») και στην Ουάσιγκτον, με τον Πρόεδρο Ομπάμα αλλά και τον πρώην
Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, τον Ντέιβιντ Λίπτον, αναπληρωτή γενικό διευθυντή
του ΔΝΤ να παρεμβαίνουν υπέρ του «ΝΑΙ», γιατί οι ΗΠΑ δεν θέλουν να
χάσουν έναν πιστό σύμμαχό τους μέσα στη λυκοσυμμαχία, (o Ντε Γκολ, που
αποκαλούσε τη Βρετανία «Δούρειο Ίππο των ΗΠΑ εντός της Ευρώπης», πρόβαλε δύο
φορές «βέτο», στην ένταξη της Βρετανίας στην ΕΟΚ, 1961 και 1967»),
αντιστάθμισμα στην αύξηση της γερμανικής επιρροής και να υπάρξουν διαταραχές
που θα επιδράσουν αρνητικά στην εύθραυστη διεθνή οικονομική κατάσταση και στην
αμερικανική οικονομία.
Το βρετανικό δημοψήφισμα συνιστά μια
σημαντική διαφορά από τα άλλα δημοψηφίσματα που έγιναν τα προηγούμενα
χρόνια για την ένταξη μιας χώρας ή για την έγκριση μιας Συνθήκης, όπως έγινε
στη Γαλλία ή στη Δανία τη δεκαετία του '90 ή για το «ευρωσύνταγμα», στη Γαλλία
και την Ιρλανδία το 2005. Γι' αυτό Βερολίνο και Παρίσι φοβούνται μία μεγάλη
περιπέτεια που μπορεί να προκύψει από ενδεχόμενη βρετανική έξοδο, μιας που θα
επιταχύνει κι άλλες αποσχιστικές τάσεις και θα μετατρέψει σε σεισμούς τους
τριγμούς που συγκλονίζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Έτσι πέρα από δηλώσεις της Γερμανίδας
Καγκελαρίου, η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας, Ούρσουλα Φον Ντε
Λέγιεν, ο επικεφαλής του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου
DIW, Μαρτσέλ Φράτσερ, και ο πρόεδρος της ΕΕ, Ντόναλντ Τουσκ, τάσσονται
κατά του «Brexit», με τον τελευταίο να δηλώνει ότι θα χρειαστούν περίπου
επτά χρόνια για να οριστικοποιηθεί το «διαζύγιο» μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι σαφές μέσα από την αντιπαράθεση αυτή ότι ένα
τμήμα της βρετανικής αστικής τάξης που υποστηρίζει το «ΝΑΙ», σε συμμαχία με τις
ΗΠΑ, εκβιάζοντας και για άλλες εξαιρέσεις, θέλει να διεκδικήσει καλύτερη θέση
στον διεξαγόμενο ανταγωνισμό με τη Γερμανία. Για παράδειγμα το «Σίτι» του
Λονδίνου δεν θέλει να χάσει την προνομιακή του λειτουργία και εταιρείες του να
μετακομίσουν σε ευρωπαϊκές χώρες για να μη χάσουν τις δυνατότητες που τους
προσφέρει η ΕΕ, μιας και η Βρετανία έχει βάλει σε προτεραιότητα τη
χρηματοπιστωτική οικονομία έναντι της παραγωγικής της βάσης. Από την άλλη, ένα
άλλο τμήμα της αστικής τάξης που επιλέγει το «ΟΧΙ» αισθάνεται να
μειονεκτεί από την ισχυρή παρουσία της Γερμανίας, που φαίνεται να κερδίζει την
κούρσα του ανταγωνισμού σε βάρος της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, να
ασφυκτιά από το νομοθετικό πλαίσιο των περιορισμών της ΕΕ, θέλει να ανοιχτεί
και να κερδίσει νέες αγορές που διαμορφώνονται στις χώρες των BRICS, της
Βρετανικής Κοινοπολιτείας αλλά και ευρύτερα, να κάνει ακόμα πιο στενή
σχέση με την Κίνα με την οποία οι συναλλαγές ξεπερνούν τα 70 δις λίρες.
Η δολοφονία της βουλευτού των
Εργατικών, προχθές την Πέμπτη, που συμμετείχε στην εκστρατεία υπέρ της
παραμονής, αξιοποιείται πολιτικά και γίνεται προπαγανδιστικό όπλο
στα χέρια των υποστηρικτών του «ΝΑΙ».
Φαίνεται ότι μέχρι την τελευταία
στιγμή η διαμάχη θα οξύνεται, με απρόβλεπτη την έκβαση του δημοψηφίσματος, που
το αποτέλεσμά του θα γίνει προσπάθεια να το διαχειριστεί και η μια και η άλλη
πλευρά, αλλά εκείνο που είναι βέβαιο ότι ο χαρακτήρας της αντιπαράθεσης,
οι συσχετισμοί και η κατάσταση του κινήματος είναι τέτοια, που η όποια έκβαση
του δημοψηφίσματος δεν προσδιορίζουν μια αλλαγή στις συνθήκες που βιώνει η
εργατική τάξη και ο λαός της Βρετανίας.
πηγή: Πορεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου