(Στο πλαίσιο
αφιερώματος της ΑΛΚΥΟΝΙΔΑΣ στο αντιπολεμικό σινεμά)
Ιούνιος 1941. Ο
σχηματισμός των γερανών που πετούν πάνω απ’ τη Μόσχα “σαν πλοία που σαλπάρουν”,
γνέφει συνωμοτικά σ’ ένα ζευγάρι ερωτευμένων. Ο ουρανός χαμογελάει στη νιότη,
κι οι δυο νέοι κάνουν σχέδια για το μέλλον – δεν θα ευοδωθούν.
Στις 22 του
ίδιου μήνα η χιτλερική Γερμανία εισβάλλει στη Σοβιετική Ένωση, η αντίδραση
είναι άμεση. Στη φλογερή έκκληση για ενότητα στο “μεγάλο πατριωτικό αγώνα”
ενάντια στο ναζί εισβολέα, ο λαός ανταποκρίνεται σύσσωμος. Στο Λένινγκραντ, το
Κίεβο, τη Μόσχα, συγκροτούνται οι πρώτες μεραρχίες λαϊκής εθνοφυλακής. Μια
μόλις μέρα πριν γιορτάσει με την αγαπημένη του Βερόνικα τα γενέθλιά της, ο
Μπόρις Ιβάνοβιτς σπεύδει να καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό. Η κοπέλα δεν
καταφέρνει ν’ αποχαιρετίσει τον στρατιώτη. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει, ο
άνεμος του πιο καταστροφικού πολέμου που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα δεν αφήνει
τίποτα ασάρωτο.
Η ακατάβλητη
Αλκυονίς, συνεπής στην πρόθεσή της να προβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα
αριστουργήματα του Σοβιετικού Σινεμά, διοργάνωσε αντιπολεμικό κινηματογραφικό
φεστιβάλ από τις 18 ως τις 30 του τρέχοντος μήνα. Στο πλαίσιο αυτό προσκλήθηκε
πολυμελής ομάδα εκπροσώπων της θρυλικής Mosfilm με επικεφαλής τον Κάρεν
Σαχναζάροβ ο οποίος και εγκαινίασε το αφιέρωμα, και στο πρόγραμμα
συμπεριλήφθηκαν επικές ταινίες όπως το “Έλα να δεις” του Κλίμοφ (1985), ή το
“Όταν περνούν οι γερανοί” (1957) του Καλατόζοφ. Για την ιστορική δημιουργία του
τελευταίου, που βραβεύτηκε παρεμπιπτόντως τον επόμενο χρόνο με Χρυσό Φοίνικα
στο φεστιβάλ των Κανών (1958), κάμποσοι δυτικοθρεμμένοι κριτικοί έσπευσαν ν’
αποφανθούν ότι επρόκειτο για αντισταλινικό σάλπισμα κι άλλα τέτοια συναφή.
Τους διαψεύδει
πριν απ’ όλα αυτή καθεαυτή η διαδρομή του Καλατόζοφ. Για την ιστορία, ο
γεννημένος στην Τιφλίδα της Γεωργίας στα 1903 Μιχαήλ Καλατοζβίλι, διατέλεσε
επικεφαλής των κινηματογραφικών στούντιο Καρτούλι Πίλμι από τα 1936, υπήρξε στη
συνέχεια μέλος της Κρατικής Επιτροπής Κινηματογράφου της ΕΣΣΔ, όπως και
υφυπουργός κινηματογράφου αργότερα (1950), στη δε διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου σκηνοθέτησε πλήθος προπαγανδιστικών ταινιών, γεγονός που ερμηνεύει σ’
ένα βαθμό και την επιλογή της θεματικής του “Όταν περνούν οι γερανοί”.
Με το “Είμαι η
Κούβα”, που σκηνοθέτησε στα 1964 κατόπιν παραγγελίας της Κουβανέζικης
επαναστατικής ηγεσίας, ταινία-σταθμός για το σύγχρονο κινηματογράφο, ο
Καλατόζοφ, εμφανώς επηρεασμένος από τον Αϊζενστάιν, στόχευσε – όπως ο ίδιος
καταθέτει, στη δημιουργία ενός Κουβανέζικου “Θωρηκτού Ποτέμκιν”, που θ’
αποτύπωνε την απελευθέρωση της Κούβας από το λαό και τις επαναστατικές δυνάμεις
ως “ιστορική αναγκαιότητα”, πηγαίνοντας παράλληλα ένα βήμα παραπέρα την
κινηματογραφική γλώσσα που χαρακτήρισε το “Όταν πετούν οι γερανοί”: τις
εξπρεσιονιστικές αιχμές, την ιδιαίτερη “τεφρόχρωμη” φωτογραφία, τις πρωτότυπες
γωνίες λήψης και τα έξοχα λοξά πλάνα, διατηρώντας ταυτόχρονα πολλά από τα
στοιχεία που καθιέρωσαν οι μεγάλοι του Σοβιετικού κινηματογράφου τη 10ετία του
’20 (Βερτόφ, Αϊζενστάιν, Ντοβζένκο, Πουντόβκιν): τη διαλεκτική σχέση φόρμας –
περιεχομένου και χώρου – χρόνου, την αξία του διαλεκτικού υλισμού και της
σύγκρουσης, την “πρωτοποριακή χρήση του μοντάζ”, τη δραματουργική υπογράμμιση
της ιστορικής διάστασης, την εναλλαγή ρεαλιστικού και λυρικού ύφους, τις
ποιητικές αποστροφές, το εικαστικό καδράρισμα, την έμφαση (και την αναπαραστατική
πιστότητα) στις σκηνές πλήθους, και ουχί λιγότερο, την ακλόνητη δυναμική του
οράματος.
Χαρακτηριστικά –
κι αδιάψευστα, στο “Όταν περνούν οι γερανοί”, εξυμνείται το πατριωτικό καθήκον
ως ανυπέρβλητο χρέος (αποκαλυπτική η καθυστερημένη ανάγνωση του γράμματος του
Μπόρις “δεν υπάρχει δρόμος που να παρακάμπτει τον πόλεμο, όταν ο θάνατος
θερίζει τον τόπο μας”), ο ηρωισμός των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού (ο
Μπόρις σηκώνει τον καταβεβλημένο συμπολεμιστή του στην πλάτη), η προτεραιότητα
του συλλογικού έναντι του ατομικού (η καθοριστική επιλογή του Μπόρις, το
βροντερό ξέσπασμα του Φιοντόρ Ιβάνοβιτς στο νοσοκομείο “είσαι ακόμα και πάντα
στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού”, το σμίξιμο της Βερόνικα με τους συμπατριώτες
της στο γιορτασμό της μεγάλης νίκης), η ηθική συνέπεια ως κυρίαρχη αξία (το
ξεμπρόστιασμα του διεφθαρμένου αξιωματούχου μπρος στον Φιοντόρ Ιβάνοβιτς), ο
ασταμάτητος αγώνας και το προχώρημα της ζωής (“τις πόλεις και τα χωριά μας, θα
τα ξαναχτίσουμε”).
Όσο δε για τα
πρότυπα του ίδιου του Μπόρις, θα ‘πρεπε να ‘ναι τυφλός κανείς για να μην
διακρίνει την επίδραση της ηθικής του πατέρα του στη διαμόρφωση των επιλογών
του ή τη μικρή γύψινη προτομή του Λένιν πάνω στο γραφείο του.
Αποφασιστικής
σημασίας, τέλος, υπήρξε η συμβολή του χαρισματικού διευθυντή φωτογραφίας
Σεργκέι Ουρουσέβσκι, αλλά και του σεναριογράφου Βίκτορ Ροζόβ. Όσο για τους
ηθοποιούς που στελεχώνουν την ταινία, περισσότερο ακόμα από τις διαχρονικά
προβεβλημένες ερμηνείες των Αλεξέι Μπατάλοβ (Μπόρις) και Τατιάνα Σαμοΐλοβα
(Βερόνικα), καθηλώνει το μέτρο της Αντονίνα Μπογκντάνοβα (μπάμπουσκα), κι η
επιβλητική παρουσία του Βασίλη Μερκούριεβ (Φιοντόρ Ιβάνοβιτς).
Σπουδαία
κινηματογραφική τέχνη, που πασχίζει να αρθεί στο ύψος μιας ανυπέρβλητης
ιστορικής στιγμής: της πιο μεγαλειώδους υπόθεσης συλλογικής αντίστασης στην
ιστορία της ανθρωπότητας.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου