Συμπληρώνονται φέτος 13 χρόνια από τότε που οι δημόσιοι υπάλληλοι ήρθαν αντιμέτωποι με τις πρώτες σκληρές περικοπές στους μισθούς τους με αιχμή τον 13ο και 14ο, οι οποίοι αφού πρώτα πετσοκόφτηκαν στο μισό, στη συνέχεια με την πολιτική των μνημονίων καταργήθηκαν οριστικά. Συνολικά τη δεκαετία του μνημονιακού ζόφου οι δημόσιοι υπάλληλοι ήρθαν αντιμέτωποι με σαρωτικές περικοπές στους μισθούς τους που μεσοσταθμικά άγγιξαν το 40%. Πρόκειται για μια πρωτοφανή σε ένταση συρρίκνωση των εισοδημάτων τους. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που υποτίθεται πως θα καταργούσε τα μνημονιακά μέτρα και θα «αποκαθιστούσε τις κοινωνικές αδικίες» ακολούθησε μια πανομοιότυπη με τους προκατόχους της πολιτική σκληρής λιτότητας και αποδοχής των μνημονιακών μέτρων. Ούτε λόγος για τους δύο καρατομημένους μισθούς, όπως επίσης καμία κουβέντα για την ανάκτηση -έστω και μέρους- των τεράστιων απωλειών των δημοσίων υπαλλήλων. Αντ’ αυτών η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ εξαντλήθηκε στα όρια της δημοσιονομικής επιτήρησης από τους ξένους δυνάστες. Προχώρησε σε μια ανακατανομή των απολαβών ανάμεσα στα μισθολογικά κλιμάκια, μοίρασε δηλαδή τη φτώχεια με διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στους δημοσίους υπαλλήλους.
Από το ’19 η κυβέρνηση της ΝΔ, που είναι βαριά φορτωμένη με την
επιβολή δύο μνημονίων και ενός μεσοπρόθεσμου προγράμματος ισάξιου με ένα
ακόμα μνημόνιο, πανηγυρίζει για την έξοδο από τα μνημόνια. Όμως οι
δημόσιοι υπάλληλοι, όπως και το σύνολο του λαού μας, αντιλαμβάνεται
καθημερινά ότι τα μνημόνια και τα αναρίθμητα αντιλαϊκά μέτρα είναι εδώ.
Οι μισθοί παραμένουν τσακισμένοι και καθηλωμένοι σε επίπεδα ανέχειας. Ο
13ος και 14ος μισθός τείνουν να γίνουν μακρινή ανάμνηση και σχεδόν μισό
εκατομμύριο δημόσιοι υπάλληλοι ζουν σε συνθήκες φτώχειας, την ώρα που η
πρωτοφανής ακρίβεια τα τελευταία δύο χρόνια έρχεται να σαρώσει ακόμα
περισσότερο τα εισοδήματά τους. Με προκλητικότητα ο Μητσοτάκης εμπαίζει
τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα μιλώντας για αυξήσεις. Απέναντι στις
κολοσσιαίες περικοπές που έφτασαν σχεδόν το 40%, έδωσε μέσα στο 2024
ένα σκάρτο 40ευρο ενώ υπόσχεται άλλα 20 ευρώ (μικτά) από την 1η Απριλίου
του 2025. Πρόκειται κυριολεκτικά για ψίχουλα που δεν καλύπτουν φυσικά
ούτε στο ελάχιστο τις μνημονιακές περικοπές, ούτε βέβαια τις απώλειες
στην αγοραστική δύναμη που φέρνει η σαρωτική ακρίβεια. Με θράσος τα
κυβερνητικά στελέχη περνοδιαβαίνουν τα τηλεοπτικά παράθυρα και
διατυμπανίζουν πως «λεφτόδεντρα δεν υπάρχουν» και πως «θα εκτροχιαστεί η
οικονομία της χώρας» ως απάντηση στο αίτημα για επαναφορά των δύο
χαμένων μισθών. Μάλιστα πρόσφατα η κυβερνητική πολιτική ενισχύεται και
από τις εκθέσεις του ΔΝΤ το οποίο προειδοποιεί πως η επαναφορά του 13ου –
14ου θα σημάνει εκτροχιασμό της οικονομίας.
Η στάση της ΑΔΕΔΥ
Εδώ και πολλά χρόνια η ΑΔΕΔΥ, με την ευθύνη των δυνάμεων που
κυριαρχούν στην ηγεσία της, έχει εγκαταλείψει την πάλη για την ανάκτηση
των απωλειών των δημοσίων υπαλλήλων. Για την ακρίβεια, από την πρώτη
στιγμή της επιβολής των μνημονίων και των περικοπών αποδέχθηκε αμαχητί
την πολιτική αυτή, συνθηκολόγησε άτακτα μπροστά στην πολιτική των
μνημονιακών κυβερνήσεων. Τα όποια αιτήματα διατυπώνει κατά περιόδους
αποτελούν διακηρύξεις στα λόγια και στα χαρτιά και δεν συνοδεύονται από
τον αναγκαίο απεργιακό αγώνα του δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος για την
επανακατάκτηση όσων κατάργησαν τα μνημόνια.
To τελευταίο διάστημα η συνδικαλιστική ηγεσία της ΑΔΕΔΥ κάνει μια
επικοινωνιακού τύπου στροφή, φέρνοντας στο προσκήνιο το πάνδημο αίτημα
του κόσμου της εργασίας στο δημόσιο τομέα για την επαναφορά των
περικομμένων μισθών. Είναι φανερό ότι οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των
ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ καθώς και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ/ΚΚΕ αισθάνονται
έντονα την πίεση της πλατιάς πλειονότητας των εργαζομένων από την
μισθολογική ανέχεια στην οποία βρίσκονται εδώ και χρόνια, με μισθούς
καθηλωμένους και με την ακρίβεια καθώς και με το κόστος της ζωής να
αυξάνουν με ραγδαίο ρυθμό.
Αντί να αφουγκραστούν τη γενικευμένη αγανάχτηση των εκατοντάδων
χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων και να την μετατρέψουν σε απεργιακό αγώνα με
αιχμές τα μισθολογικά αιτήματα, η πλειοψηφία της ηγεσίας της ΑΔΕΔΥ
επιλέγει να την συγκρατήσει και να την εκτονώσει ανώδυνα για την
κυβέρνηση με επικοινωνιακά τεχνάσματα. Με συνεντεύξεις τύπου και με
εκδηλώσεις που θυμίζουν μνημόσυνα στο κτίριο της παλιάς Βουλής και με
καλεσμένους εκπροσώπους των κοινοβουλευτικών κομμάτων, προσπαθούν να
πείσουν ότι δίνουν τάχα μάχη για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού.
Αποτελεί προσβολή και πρόκληση μάλιστα η πρόσφατη εκδήλωση στην παλιά
Βουλή όπου παραβρέθηκαν και χαιρέτισαν ανάμεσα στους άλλους εκπρόσωποι
από το ΠΑΣΟΚ, το ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά. Έδωσαν, δηλαδή, βήμα σε όλο το
πολιτικό προσωπικό της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, που έχει βάλει τη
σφραγίδα του ψηφίζοντας και στηρίζοντας τα μνημόνια των ΕΕ – ΔΝΤ, για να
το ξεπλύνουν και να το αθωώσουν από την πολιτική που επέβαλε στις
πλάτες των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Όπως επίσης είναι
προσβλητική για το συνδικαλιστικό κίνημα και τις δημοκρατικές του
παραδόσεις η στάση που κράτησαν οι ίδιες συνδικαλιστικές δυνάμεις
προσκαλώντας ανάμεσα στους άλλους και τα ακροδεξιά μορφώματα της
Ελληνικής Λύσης και της Νίκης, τους εκφραστές της πιο μαύρης και
αντιδραστικής πολιτικής. Είναι να αναρωτιέται κανείς ποια στήριξη και
ποιες υπηρεσίες μπορεί άραγε να προσφέρει η ακροδεξιά στα συμφέροντα των
δημοσίων υπαλλήλων.
Δικαστικοί ή απεργιακοί αγώνες;
Τελευταία πράξη του επικοινωνιακού θιάσου της ηγεσίας της ΑΔΕΔΥ είναι
η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με αίτημα τη διεξαγωγή
μιας «πρότυπης δίκης» με αίτημα την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού. Η
επιλογή αυτής της τακτικής από τη συνδικαλιστική ηγεσία της ΑΔΕΔΥ -και
συγκεκριμένα από τις δυνάμεις του φιλοκυβερνητικού συνδικαλισμού αλλά
και τους ρεφορμιστές του ΠΑΜΕ- καλλιεργεί νέες αυταπάτες στους κόλπους
του δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος. Καλλιεργεί την αντίληψη πως μέσα από
δικαστικούς αγώνες το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα θα συγκρουστεί και θα
ανατρέψει την κυβερνητική πολιτική και μάλιστα σε ένα ιδιαίτερα κομβικό
ζήτημα, όπως είναι αυτό των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Ένα ζήτημα
που αποτέλεσε αιχμή όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και
μετέπειτα του ΣΥΡΙΖΑ για να εξαπολύσουν επίθεση στο σύνολο του δημόσιου
τομέα και να του φορτώσουν τη χρεοκοπία της χώρας.
Η ηγεσία της ΑΔΕΔΥ επιλέγει αυτή την τακτική σε συνθήκες
παρατεταμένης υποχώρησης του σ/κ, απουσίας απεργιακών αγώνων ενάντια
στην κυβερνητική πολιτική, παρουσιάζοντάς την σαν τον «νυν υπέρ πάντων»
αγώνα για την επαναφορά των μισθών. Μια τακτική που όχι μόνο δεν βοηθά
την ανάπτυξη του απεργιακού αγώνα αλλά αντίθετα τον υπονομεύει, καθώς
στριμώχνει το σ/κ στους διαδρόμους και στις αίθουσες των δικαστηρίων για
να βρουν υποτίθεται δικαίωση στα αιτήματά του. Όπως όμως διδάσκει η
ιστορία και η εμπειρία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, οι
εργαζόμενοι βρίσκουν πραγματική δικαίωση και ικανοποίηση στα αιτήματά
τους στο δρόμο και στην απεργία.
Πρόκειται λοιπόν για μια επιλογή της πλειοψηφίας της ηγεσίας της
ΑΔΕΔΥ που φανερώνει για μια ακόμα φορά την έλλειψη εμπιστοσύνης στη
δύναμη του λαϊκού αγώνα. Δείχνει την απόσταση που χωρίζει τη
συνδικαλιστική ηγεσία από τον κόσμο της εργασίας, τη φυγομαχία απέναντι
στην κυβερνητική πολιτική και τελικά τη γραμμή της συνθηκολόγησης που
υπηρετούν οι δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού αλλά και ο
ποικιλώνυμος ρεφορμισμός.
Είναι επιζήμια όμως αυτή η γραμμή που χάραξε η ηγεσία της ΑΔΕΔΥ και
για έναν ακόμα λόγο. Μπορεί οι δυνάμεις που στήριξαν τη δικαστική
διαμάχη να τρέφουν ελπίδες πως η εξέλιξη θα είναι θετική για τους
δημοσίους υπαλλήλους και πως τελικά η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να
υποταχτεί στη δικαστική απόφαση. Λογαριάζει άραγε η συνδικαλιστική
γραφειοκρατία τις συνέπειες μιας αρνητικής απόφασης, που καθόλου δεν
μπορεί να αποκλειστεί; Μια τέτοια, διόλου απίθανη εξέλιξη, προσθέτει
επιχειρήματα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, ισχυροποιεί τη θέση του και την
άρνηση να επαναφέρει τους δύο μισθούς, νομιμοποιεί τη συνέχιση της
πολιτικής της φτώχειας για τους εργαζόμενους στο δημόσιο. Θα έρθει να
καλλιεργήσει ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση στους εργαζόμενους στο δημόσιο
τομέα ενισχύοντας τη γραμμή της ηττοπάθειας και της υποχώρησης. Μια
τέτοια εξέλιξη βέβαια θα βολέψει ιδιαίτερα τη συνδικαλιστική
γραφειοκρατία η οποία θα βρει μια λαμπρή ευκαιρία να σηκώσει τα χέρια
ψηλά και με πρόσχημα τις δικαστικές αποφάσεις να κηρύξει την άτακτη
υποχώρηση.
Είναι μεγάλες και σοβαρές οι ευθύνες που έχει η ηγεσία του ΠΑΜΕ για
αυτή την εξέλιξη, αφού στην πράξη σέρνεται πίσω από τις συνδικαλιστικές
δυνάμεις των ΝΔ/ΠΑΣΟΚ/ΣΥΡΙΖΑ. Φανερώνει και αυτό με τη σειρά του πως,
παρά τις αγωνιστικές τυμπανοκρουσίες για την επαναφορά των δύο μισθών
στο δημόσιο, ούτε θέλει αλλά ούτε και μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη
απεργιακών αγώνων.
Η επαναφορά των δύο περικομμένων μισθών στο δημόσιο τομέα αλλά και το αίτημα για πραγματικές αυξήσεις είναι ζωτικής σημασίας στις σημερινές συνθήκες που η ακρίβεια σαρώνει τα εισοδήματα του λαού. Το δίκιο των αιτημάτων αλλά και η ικανοποίησή τους θα κριθεί στο δρόμο του αγώνα, όχι στο ναρκοθετημένο έδαφος των δικαστικών αιθουσών. Απαιτεί την ανάπτυξη ισχυρού πανδημοσιοϋπαλληλικού απεργιακού μετώπου, ικανού να συγκρουστεί ανυποχώρητα με την κυβερνητική πολιτική για να ανατρέψει ένα από τα πιο σκληρά μνημονιακά μέτρα. Η απεργία στις 28 Φλεβάρη μπορεί και πρέπει να αποτελέσει αφετηρία πανδημοσιοϋπαλληλικού-πανεργατικού αγώνα.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου