Εγκλωβισμός σε πλαστά, εκβιαστικά
διλήμματα και αυταπάτες
H νέα αντιδραστική κυβέρνηση της Δεξιάς με τη στήριξη του ΠAΣOK και της ΔHMAP ακροβολίζεται για σαρωτική αντιλαϊκή επίθεση
H
δυσαρέσκεια και αγανάκτηση των εργαζομένων πρέπει να βρει ουσιαστική έκφραση
και διέξοδο
1. Εξαπολύοντας μια πρωτοφανή τρομοκρατική επιχείρηση
οι Eυρωπαίοι ιμπεριαλιστές και οι ντόπιοι λακέδες τους με αιχμή του δόρατος τη
Ν.Δ. κατάφεραν να επανασυσπειρώσουν τις δυνάμεις της δεξιάς παράταξης και με
την απειλή της πείνας, του χάους και της καταστροφής να κάμψουν τις αντιστάσεις
ενός τμήματος του λαού και να σχηματίσουν μια αντιδραστική κυβέρνηση της Δεξιάς
με τη στήριξη του ΠΑΣOK και της ΔΗΜΑΡ, που θα συνεχίσει να εφαρμόζει με
επιταχυνόμενους ρυθμούς τη βάρβαρη και ξενόδουλη πολιτική των κυβερνήσεων
Παπανδρέου και Παπαδήμου.
Μπροστά στα μάτια του λαού αποκαλύφθηκαν οι πιο ωμές και
απροκάλυπτες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, οι
αχαλίνωτοι εκβιασμοί, οι υπαγορεύσεις και τα ιμπεριαλιστικά τελεσίγραφα για
έξοδο από την Ευρωζώνη και το ευρώ «αν δεν τηρηθούν οι δεσμεύσεις και δεν
ψηφισθούν τα κόμματα του μνημονίου», προκειμένου να εξασφαλίσουν την αναρρίχηση
των ντόπιων λακέδων τους στην κυβερνητική εξουσία. Αποκαλύφθηκε για άλλη μια
φορά πως ο ιμπεριαλισμός είναι το κύριο στήριγμα της ντόπιας ξενόδουλης μεγαλοαστικής
τάξης για τη διασφάλιση των ταξικών συμφερόντων και της αντιλαϊκής εξουσίας της
πάνω στο λαό.
Και αν αυτό συνέβη σε μια εκλογική αναμέτρηση μπορεί ο
καθένας να αντιληφθεί ποιος θα είναι ο χαρακτήρας των ιμπεριαλιστικών
επεμβάσεων, αν απειληθούν πραγματικά ο κυρίαρχος ρόλος και τα συμφέροντά τους
στη χώρα μας.
Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 17ης Ιούνη είναι
αναμφίβολα δυσμενές για τα λαϊκά συμφέροντα και το λαϊκό, αριστερό και
κομμουνιστικό κίνημα. Όχι μόνο γιατί σημειώνεται μετά από μια περίοδο εφαρμογής
μιας βάρβαρης και υποτελούς πολιτικής των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου
που τη διαδέχεται μια κυβέρνηση με διακηρυγμένη ίδια και χειρότερη πολιτική,
αλλά γιατί διευκολύνει τα δύο κόμματα της οικονομικής ολιγαρχίας, τη ΝΔ και το
ΠΑΣOK και το «αριστερό τους άλλοθι», τη ΔΗΜΑΡ, να μιλούν τώρα για «έγκριση» της
αντιλαϊκής πολιτικής τους, για «νωπή λαϊκή εντολή» και επιτρέπει στη νέα δεξιά
κυβέρνηση να σκληρύνει την αντιλαϊκή της πολιτική και να προχωρήσει «στην
τήρηση των δεσμεύσεων της χώρας προς τους δανειστές» με τα νέα σκληρότερα μέτρα
του μνημονίου, με το πετσόκομα των μισθών και συντάξεων, με νέα φοροληστρικά
χαράτσια, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, το σάρωμα εργατικών δικαιωμάτων,
με την ένταση της τρομοκρατίας και το δυνάμωμα των κατασταλτικών μηχανισμών για
την «εμπέδωση του κλίματος ασφάλειας», με μια πολιτική υποτέλειας και
υποδούλωσης στα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών στη χώρα μας και ευθυγράμμισης
στην φιλοπόλεμη πολιτική τους στη Μ. Ανατολή, τη Συρία και το Ιράν.
Oι προεκλογικές υποσχέσεις για «επαναδιαπραγμάτευση» του
μνημονίου θα αποδειχθούν μια σκέτη απάτη. Όλα τα βάρβαρα μέτρα και οι
εφαρμοστικοί νόμοι που πέρασαν και δεσμεύτηκαν στα μεγάλα αφεντικά τους οι
αρχηγοί της ΝΔ και του ΠΑΣOK θα εφαρμοσθούν απαρέγκλιτα, όπως προστάζουν σε
όλους τους τόνους οι ξένοι και οι ντόπιοι δυνάστες. Αν θα δοθούν κάποια ψίχουλα
με τη μορφή «επιμήκυνσης» και υποσχέσεις για «ανάπτυξη», αυτά θα είναι η
χρυσόσκονη προκειμένου να περάσει με τις λιγότερες αντιστάσεις η βάρβαρη μνημονιακή
πολιτική.
Τα προπαγανδιστικά επιτελεία της μεγαλοαστικής τάξης
ξεκίνησαν ήδη να αξιοποιούν το εκλογικό αποτέλεσμα, προσπαθώντας να εμφανίσουν
τη νέα κυβέρνηση σαν καρπό συνένωσης της «κεντροδεξιάς» και της
«κεντροαριστεράς», αξιοποιώντας τα μέγιστα τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ για να της
προσδώσουν «προοδευτικά» και «εθνικοενωτικά» χαρακτηριστικά, επιδιώκοντας να
εδραιώσουν περισσότερο στη συνείδηση των λαϊκών μαζών τα αντιδραστικά τους
ιδεολογήματα πως η πολιτική των μνημονίων, της Ε.Ε. και του ευρώ είναι
«μονόδρομος για τη σωτηρία της χώρας», με σκοπό να υποσκάψουν και να παραλύσουν
τις αντιδράσεις τους μπροστά στα νέα βάρβαρα μέτρα που έρχονται.
Ωστόσο, αν το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών
παρουσιάζεται με αυτές τις αρνητικές συνέπειες δεν θα πρέπει η πρώτη βαριά του
όψη να κρύψει την άλλη πλευρά του.
Ότι εμφανίζεται ως ένα αποτέλεσμα που βρίσκεται σαφώς σε
δυσαρμονία με την υπαρκτή, εκφρασμένη και διευρυμένη λαϊκή οργή και αγανάκτηση,
με τους παρατεταμένους λαϊκούς αγώνες, τις μεγάλες απεργίες και τα παλλαϊκά
συλλαλητήρια απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης Παπανδρέου και της
συγκυβέρνησης Παπαδήμου που την έζησαν οι πλατιές λαϊκές μάζες στο πετσί τους
και θα την αντιμετωπίσουν ξανά τώρα σε μια παραπλήσια εκδοχή της.
Αν στις εκλογές της περασμένης Κυριακής αυτό δεν εκφράστηκε
στην έκταση και την ένταση που θα μπορούσε και υπήρξε αυτό το εκλογικό
αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά θα πρέπει να βγει το συμπέρασμα ότι υποχώρησε ή έπαψε
να υφίσταται η λαϊκή οργή και αγανάκτηση.
Εξάλλου, το εκλογικό αποτέλεσμα όχι μόνο δεν δικαιολογεί τις
θριαμβολογίες της ΝΔ, αλλά πιστοποίησε για άλλη μια φορά πως τα κυρίαρχα αστικά
κόμματα αδυνατούν να επανεγκλωβίσουν και να χειραγωγήσουν τα πλατιά λαϊκά
στρώματα που αποδεσμεύτηκαν από την εκλογική τους επιρροή.
Παρά την επανασυσπείρωση των δυνάμεων της Δεξιάς και τα
τρομοκρατικά, εκβιαστικά διλήμματα που έθεσε η NΔ, το εκλογικό ποσοστό της
βρίσκεται κάτω από το «ιστορικό χαμηλό» των εκλογών του 2009 και τα δύο
εκατομμύρια διακόσιες χιλιάδες ψηφοφόροι τότε, μειώθηκαν τώρα ύστερα από τον
«εκλογικό της θρίαμβο», στο ένα εκατομμύριο οκτακόσιες χιλιάδες, είναι δηλαδή
σήμερα κατά τετρακόσιες χιλιάδες λιγότεροι.
Και ακόμη, αθροιστικά, τα 5,2 εκατομμύρια που ψήφισαν ΠΑΣOK
και ΝΔ στις εκλογές του 2009, τώρα μειώθηκαν στα 2,6 εκατομμύρια, έχουν χάσει
δηλαδή τα δύο αστικά κόμματα το μισό της εκλογικής τους δύναμης συνολικά
παρμένο.
Το μεγάλο στένεμα και η συρρίκνωση της εκλογικής βάσης των
αστικών κομμάτων θα έχει σαν αποτέλεσμα να συνεχισθεί η πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα
που θα ενταθεί από την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής. Η «κυβέρνηση
τετραετίας» που σχεδιάζουν δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Καμιά «τάξη» και
καμιά πολιτική σταθερότητα δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω στην πείνα και την
εξαθλίωση του λαού και στην υποδούλωση της χώρας. Στη βάση αυτή μόνο όξυνση της
πολιτικής αντίδρασης και της ταξικής πάλης θα σημειωθεί.
Κάτω από τη σκιά του εκλογικού αποτελέσματος δεν πρέπει να
ξεχαστεί πως η αντιλαϊκή πολιτική δεν αντιμετωπίζεται μέσα από τις κάλπες που
στήνουν όποτε θέλουν οι κυρίαρχες δυνάμεις, αλλά μέσα από τους μαζικούς,
εξωκοινοβουλευτικούς αγώνες που μπορούν να αναπτύξουν οι λαϊκές μάζες. Και
τέτοιοι αγώνες παρά την προσωρινή κάμψη και υποχώρησή τους, γρήγορα θα
ξεσπάσουν.
Μια σημαντική μάζα ψηφοφόρων που στήριζε παλιότερα ΝΔ και
ΛΑOΣ κατευθύνθηκε για δεύτερη φορά, σχετικά μειωμένα τώρα, προς τους
«Ανεξάρτητους Έλληνες» του Καμμένου, ένα κόμμα βγαλμένο μέσα από τους πιο
αντιδραστικούς, επικίνδυνους και τυχοδιωκτικούς κύκλους της Δεξιάς, που εμφανίζεται
με αντιμνημονιακή προβιά και ακόμα χειρότερα κατευθύνθηκε προς τη «Χρυσή Αυγή»
που σταθεροποιείται, επιτρέποντας σε μια φασιστική ομάδα να εξασφαλίζει για
δεύτερη φορά κοινοβουλευτική παρουσία με την είσοδο στη Βουλή καθαρόαιμων
ναζιφασιστών, υμνητών του Χίτλερ. Το πρόβλημα με τη «Χρυσή Αυγή» δεν είναι μόνο
οι τραμπούκικες, δολοφονικές, φασιστικές επιθέσεις της, η σύμπλεξή της με τους
κατασταλτικούς κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς, αλλά η ανάδειξή της σε
μια φασιστική πολιτική δύναμη κρούσης, που μπορεί αν χρειαστεί να αξιοποιηθεί
από τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις, πέρα από τον εκφοβισμό και την τρομοκράτηση
του λαϊκού κινήματος, σαν πολιτικός μοχλός ανοιχτά αντιδημοκρατικών,
αντικομμουνιστικών, φασιστικών εκτροπών και εξελίξεων.
2. Αφού πέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 6ης Μάη να
αναδειχθεί δεύτερο κόμμα, αποσπώντας πλατιές λαϊκές μάζες από την εκλογική
επιρροή του ΠΑΣOK με δημαγωγικές υποσχέσεις για κατάργηση του μνημονίου και των
εξοντωτικών μέτρων που έχουν οδηγήσει σε μια δραματική θέση εκατομμύρια
εργαζόμενους και ανέργους, με τη δυναμική που απέκτησε, την οξύτατη πολιτική
πόλωση που διαμορφώθηκε γύρω από το νέο δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να
εγκλωβίσει ένα μεγάλο τμήμα του δημοκρατικού, προοδευτικού και αριστερού κόσμου
στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής του, συγκεντρώνοντας στις εκλογές
του Ιούνη ένα πολύ υψηλό εκλογικό ποσοστό. Τώρα από τη θέση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης διακηρύσσει πως θα ασκήσει μια «υπεύθυνη» και «μαχητική»
πολιτική και εμφανίζεται ως η επόμενη εναλλακτική κυβερνητική λύση του αστικού
πολιτικού συστήματος. Για πρώτη φορά εμφανίζεται ένα κόμμα με την ταμπέλα της
«ριζοσπαστικής αριστεράς» να καταγράφει τόσο ψηλό εκλογικό ποσοστό και να
διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία, υποσχόμενο «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Έχουμε χρέος να μιλήσουμε ανοιχτά και καθαρά στους
εργαζόμενους, να αποκαλύψουμε τον ψευτοαριστερό, σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα
της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και να καταπολεμήσουμε τις επικίνδυνες αυταπάτες και
τις ψεύτικες ελπίδες που καλλιεργεί στο λαό, μέσα από μια ολόπλευρη
ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση αρχών.
Ένας φορέας που κυριαρχείται και καθοδηγείται από τον ΣΥΝ,
από ένα κόμμα αποκομμουνιστικοποιημένο, δημιουργημένο δηλαδή από αποστάτες του
κομμουνιστικού κινήματος, συγκροτημένο πάνω στην απόρριψη της επαναστατικής
ιδεολογίας, στην ηττοπάθεια, τη συνθηκολόγηση και υποταγή στην πολιτική της
αστικής τάξης, στην απάρνηση των μεγάλων εθνικοαπελευθερωτικών επαναστατικών
αγώνων του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, όχι μόνο δεν μπορεί να
εκφράσει και να υπηρετήσει τα συμφέροντα του λαού και την πάλη του για την
αποτίναξη των μνημονίων και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, αλλά θα αξιοποιηθεί
με την «υπεύθυνη» αντιπολίτευσή του σαν ο κατάλληλος σοσιαλδημοκρατικός
φορέας ανάσχεσης προκειμένου να ελέγξει και να ενσωματώσει τη λαϊκή αγανάκτηση
και το λαϊκό ριζοσπαστισμό και να διαχειριστεί σε μια επόμενη φάση την
οικονομική και πολιτική κρίση του καθεστώτος της εξάρτησης και της υποτέλειας
προς όφελος της ντόπιας ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού.
Ένας φορέας που για δεκαετίες οι κυρίαρχες δυνάμεις που τον
συγκροτούν ορκίζονται στο όνομα της ΕOK και της ΕΕ, της Ευρωζώνης και του ευρώ,
και ταυτίστηκαν με τη στρατηγική της ντόπιας άρχουσας τάξης, δεν μπορεί και δεν
θέλει να σταθεί αντιμέτωπος και να «καταγγείλει» την πολιτική που εκπορεύεται
από την ΕΕ, που πεμπτουσία της είναι η βάρβαρη πολιτική των μνημονίων. Εξάλλου
η βασική θέση που πρόβαλλε σε όλη την προεκλογική περίοδο απέναντι στις
«κατηγορίες» ότι οδηγεί τη χώρα έξω από την ΕΕ, είναι πως με τη δική του
πολιτική εξασφαλίζεται η σταθερή παραμονή της χώρας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.
Σε κάθε περίπτωση, ύστερα μάλιστα και από το εκλογικό
αποτέλεσμα, οι κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις για έναν «παναριστερό πόλο»,
συγκροτημένο ή άτυπο, με κυρίαρχη δύναμη το ΣΥΡΙΖΑ θα ενταθούν και θα
δυναμώσουν, δοκιμάζοντας τις πολιτικές αντιστάσεις και τις ιδεολογικές αντοχές
όσων θέλουν να αγωνιστούν για την ανεξάρτητη πορεία του αριστερού και του
ευρύτερου επαναστατικού κινήματος.
Θα πρέπει σταθερά και αδιάλλακτα να υψωθεί μέτωπο
αντιπαράθεσης ενάντια στην ιδεολογικοπολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ και την
οππορτουνιστική θέση για την «ενότητα της αριστεράς», μια γραμμή που αν
κυριαρχήσει θα επιτείνει τις αυταπάτες και τη σύγχυση μέσα στον αριστερό κόσμο,
θα διαψεύσει οικτρά τις προσδοκίες του και θα οδηγήσει το κίνημα στα ίδια
τραγικά αδιέξοδα, μετατρέποντας ξανά την Αριστερά σε σωσίβιο της αστικής τάξης
για το ξεπέρασμα της κρίσης.
Εξάλλου μια γεύση για το ρόλο και το χαρακτήρα της πολιτικής
αυτών των δυνάμεων παίρνει ο προοδευτικός και αριστερός κόσμος από τη στάση της
ΔΗΜΑΡ, που βγήκε ατόφια πριν δύο χρόνια από τους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκφράζοντας με «αυθεντικό» τρόπο την «κυβερνώσα αριστερά» που έχει σημαία της
την ΕΕ, τώρα που οι πολιτικές ανάγκες της άρχουσας τάξης το απαιτούν προσφέρει
τις πολύτιμες υπηρεσίες της και γίνεται ένα αξιοθρήνητο κυβερνητικό δεκανίκι σε
μια κυβέρνηση της Δεξιάς. Προχωρεί σε «προγραμματικές συμφωνίες» με τη ΝΔ και
το ΠΑΣOK, με τα κόμματα-στυλοβάτες της μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού,
αποδεχόμενη τις «δεσμεύσεις της χώρας απέναντι στους εταίρους» και σκαρφίζεται
«ισοδύναμα μέτρα» που θα εξωραΐζουν στα μάτια του λαού το υποδουλωτικό
μνημόνιο. Προσφέρει έτσι «αριστερό» άλλοθι, και αναδεικνύεται τώρα σε βασικό
σταθεροποιητικό παράγοντα για το σχηματισμό μιας αντιδραστικής κυβέρνησης, που
θα δώσει χρόνο στις κυρίαρχες δυνάμεις να ανασυνταχθούν και να οργανώσουν με
καλύτερους όρους την αντιλαϊκή τους επίθεση.
3. Η ηγεσία του ΚΚΕ πλήρωσε για δεύτερη φορά μέσα σε
σαράντα μέρες, όμως τώρα πολύ πιο βαριά, το αντίτιμο της γενικής
ρεβιζιονιστικής πολιτικής και όλων εκείνων των θεωριών που καλλιέργησε χρόνια
μέσα στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, πολιτική και θεωρίες που έκαναν
ευάλωτο τον κόσμο της Αριστεράς στις πιέσεις και στους εκβιασμούς της
σοσιαλδημοκρατίας. Ό,τι συνέβη με το ΠΑΣOK στις αρχές της δεκαετίας του ’80,
επαναλαμβάνεται σήμερα με το ΣΥΡΙΖΑ. Απλώς εκφράζεται με διαφορετική μορφή, με
διαφορετικά εξωτερικά γνωρίσματα στην ασκούμενη πολιτική του ΚΚΕ, που έχει όμως
τα ίδια ολέθρια αποτελέσματα και αναπαράγει τα ίδια αδιέξοδα. Tο αποτέλεσμα
ήταν και τότε και τώρα, όχι μόνο να αδυνατεί να αποσπάσει δυνάμεις, δημοκρατικό
και προοδευτικό κόσμο από την επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά αντίθετα με
την ιδεολογικοπολιτική γραμμή του, να καθιστά ευάλωτο το δικό του κόσμο και να
τον οδηγεί στις γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας. Τότε με μια δεξιά ρεφορμιστική
πολιτική «αλλαγής» ή «πραγματικής αλλαγής» σύρθηκε στην ουρά του ΠΑΣOK
αναζητώντας μια κυβερνητική συνεργασία μαζί του και παραδίδοντας στο ΠΑΣOK, σ’
ένα κόμμα της μεγαλοαστικής τάξης, την ηγεμονία πάνω στις πλατιές λαϊκές,
προοδευτικές και αριστερές μάζες.
Αντί να αποκαλύψει τότε τον πραγματικό χαρακτήρα και το ρόλο
του ΠΑΣOK καλλιέργησε ολέθριες αυταπάτες στον κόσμο της Αριστεράς και
αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής του ήταν οι κυβερνητικές συνεργασίες του με τη
ΝΔ και το ΠΑΣOK το 1989-90 που κατάφεραν ένα βαρύ πλήγμα στο αριστερό και
κομμουνιστικό κίνημα με μακροχρόνιες συνέπειες.
Τώρα ενώ σωστά απέρριψε κάθε πρόταση συμμετοχής σε μια
ψευτοαριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την πρότασή του για «Ενότητα της
Αριστεράς», με όλη την αλλοπρόσαλλη, σεχταριστική και ψευτοεπαναστατική
πολιτική που εφάρμοσε η ηγεσία του KKE όλα τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζει
να εφαρμόζει και σήμερα, παραδίδει την ηγεμονία των λαϊκών μαζών στο
σοδιαλδημοκρατικό ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα και δύο χρόνια διακηρύσσει πως είναι ψεύτικο το δίλημμα
μνημόνιο - αντιμνημόνιο και ότι είναι αποπροσανατολιστικός ο διαχωρισμός
ανάμεσα σε μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις και πως το πραγματικό
ζήτημα είναι «αν θα περάσει ο πλούτος στα χέρια των εργατών». Αντί να μπει στο
επίκεντρο της πάλης, όπως θα όφειλε να κάνει ένα πραγματικό κομμουνιστικό
κόμμα, ο στόχος της απόκρουσης των βάρβαρων και εξοντωτικών μέτρων του
μνημονίου και να ξεσκεπαστεί ο κάλπικος χαρακτήρας του «αντιμνημονιακού αγώνα»
του ΣΥΡΙΖΑ και κάθε αντιδραστικού, τυχοδιωκτικού μορφώματος, που εμφανίζονταν
με αντιμνημονιακό μανδύα, η ηγεσία του ΚΚΕ διακήρυττε πως είναι ψευτοδίλημμα το
μνημόνιο-αντιμνημόνιο και έτσι παραχωρούσε όλο το έδαφος σε αυτές τις δυνάμεις
να δημαγωγούν ασύστολα και να εξαπατούν το λαό.
Και αυτή η κατεύθυνση ήρθε και δέθηκε με τη σεχταριστική και
διασπαστική του πολιτική μέσα στο μαζικό κίνημα, με το ΠΑΜΕ, που τη συγκαλύπτει
με κούφιες «αντεπιθέσεις» και «εντυπωσιακές ενέργειες» της στιγμής.
Όμως πίσω από τις κόκκινες σημαίες, τα θεόρατα πανό που
κρεμούσε και τις «συμβολικές καταλήψεις» 20-30 ατόμων που επιχειρούσε, δεν
υπήρχε η κατεύθυνση της πάλης για τα προβλήματα του λαού, αλλά αποτελούσαν το
άλλοθι μιας κομματικής περιχαράκωσης και διασπαστικής πρακτικής στα συνδικάτα,
στα κοινωνικά μέτωπα πάλης, σε κάθε μικρή και μεγάλη κινητοποίηση, που έκρυβε
την έλλειψη πίστης στη δύναμη της μαζικής ενιαίας λαϊκής πάλης, τη βαθιά
ηττοπαθή και συμβιβαστική αντίληψη ότι η εργατική τάξη και ο λαός δεν μπορούν
να φρενάρουν την κυβερνητική επίθεση, τα εξοντωτικά μέτρα του μνημονίου και να
προασπίσουν τα οικονομικά και κοινωνικά τους συμφέροντα και κατακτήσεις.
Όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έριξε το δόλωμα της «αριστερής
κυβέρνησης», το ΚΚΕ αντί να ξεσκεπάσει την κάλπικη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και να
καταδείξει στον κόσμο της Αριστεράς πως δεν πρόκειται για μια αριστερή, αλλά
για ψευτοαριστερή κυβέρνηση-σωσίβιο της αστικής τάξης, προσπαθώντας να ξεφύγει
από την πίεση άρχισε να διακηρύσσει εξωφρενικά πως το ΚΚΕ «δεν έχει καμιά
σχέση με την Αριστερά», πως μια τέτοια κυβέρνηση δεν το αφορά, γιατί αυτοί
«είναι κομμουνιστές, δεν είναι αριστεροί», σπρώχνοντας έτσι κατά χιλιάδες τον
προοδευτικό και αριστερό κόσμο στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ.
Όταν και οι πάντες αντιλαμβάνονται πως η Ελλάδα μετατρέπεται
σε προτεκτοράτο και το καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας παίρνει τη μορφή μιας
απροκάλυπτης ξενοκρατίας, η ηγεσία του ΚΚΕ αντί να πρωτοστατήσει στον αγώνα για
την απόκρουση των βάρβαρων μέτρων του μνημονίου και να τον εντάξει στο
γενικότερο αγώνα για το σπάσιμο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και υποτέλειας,
στον αγώνα για τη διπλή ανατροπή της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της
ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, όπως θα όφειλε να κάνει ένα πραγματικό
κομμουνιστικό κόμμα, η ηγεσία του ΚΚΕ περιφρόνησε από «ταξικές» θέσεις τον
αγώνα ενάντια στο μνημόνιο και άνοιξε συστηματικό μέτωπο αντιπαράθεσης σε όσους
πάλευαν ενάντια στα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και για την κατάκτηση
της εθνικής ανεξαρτησίας, θεωρώντας πως η μεγαλοαστική τάξη έχει καταστήσει τη
χώρα κυρίαρχη και ανεξάρτητη και πως «δεν έχει κανένα νόημα ο αγώνας για εθνική
ανεξαρτησία».
Και πέρα βέβαια απ’ όλα αυτά, η ηγεσία του ΚΚΕ εξακολουθεί
να κουβαλά όλο το ρεβιζιονιστικό φορτίο και τη γραμμή που ευθύνεται για την
ανυπολόγιστη ζημιά που προκλήθηκε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και στο
κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας, ύστερα από το αντεπαναστατικό συνέδριο του
ΚΚΣΕ και την περιβόητη 6η Oλομέλεια του ΚΚΕ, το Φλεβάρη και Μάρτη αντίστοιχα
του 1956. Την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σ.Ε. και τις άλλες πρώην
σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης και τη διάλυση των περισσότερων κομμουνιστικών
κομμάτων στο διεθνές επίπεδο και στο εθνικό επίπεδο τη μετατροπή του ΚΚΕ, από
κόμμα επαναστατικό, καθοδηγητή των ηρωικών αγώνων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του
Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, σε κόμμα του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, όπως
είναι πια σήμερα. Eίναι γνωστό πως ένα χρόνο τώρα οργάνωνε διαδηλώσεις και
πίεζε να γίνουν εκλογές. Λίγες μέρες μετά τις εκλογές της 6ης Μάη
πραγματοποίησε συλλαλητήριο και ζητούσε άμεση προκήρυξη των εκλογών και
«διόρθωση της ψήφου» για το ΚΚΕ, λες και τα προβλήματα του λαού θα μπορούσαν να
αντιμετωπιστούν μέσα από τις κάλπες, από αυτούς ή τους άλλους κυβερνητικούς
εντολοδόχους της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού που θα
προέκυπταν, όπως τελικά προέκυψαν από τις εκλογές.
Το πραγματικό πρόβλημα που αναδεικνύεται μετά τις εκλογές με
ακόμα πιο έντονο και επιτακτικό τρόπο είναι αν θα υπάρξει μια ανεξάρτητη,
απέναντι στην κυρίαρχη τάξη, ισχυρή και αξιόπιστη Κομμουνιστική Αριστερά,
σταθερός και ασυμβίβαστος υπηρέτης του λαού και των συμφερόντων του. Όχι μια
κατ’ όνομα Αριστερά, προσαρμοσμένη στις πιέσεις, τις ανάγκες και τα
συμφέροντα των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων, αλλά μια πραγματική κομμουνιστική
Αριστερά, ένα πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα, που χωρίς την ύπαρξη, την
οικοδόμηση και τη δράση τους, η εργατική τάξη και οι πλατιές λαϊκές μάζες θα
παραμένουν αφοπλισμένες και αδύναμες και ο αγώνας τους θα μετατρέπεται σε
διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια μιας νεόκοπης σοσιαλδημοκρατίας για να
πλασαριστεί στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σκηνικό. Όσο οι διαθέσεις του κόσμου
της Αριστεράς θα εγκλωβίζονται στα πλαίσια της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, της ΔΗΜΑΡ,
του ΚΚΕ, το λαϊκό και αριστερό κίνημα θα βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδα και η
κρίση θα αναπαράγεται στις γραμμές του. Η κυριαρχία της συμβιβαστικής πολιτικής
στο χώρο της Κομμουνιστικής Αριστεράς πρέπει να ανατραπεί και αυτό είναι το
μεγάλο καθήκον στο οποίο οφείλουν να συστρατευθούν όλες οι πραγματικά αριστερές
δυνάμεις, όλοι οι κομμουνιστές.
4. Η εκλογική συνεργασία ΚΚΕ (μ-λ) και Μ-Λ ΚΚΕ έδωσε
μέσα σε σαράντα μέρες μια διπλή σκληρή εκλογική μάχη. Όταν παίρναμε την απόφαση
για συμμετοχή στις εκλογές της 17ης Ιούνη, είχαμε πλήρη συνείδηση των μεγάλων
δυσκολιών που θα δημιουργούσε η οξύτατη πολιτική πόλωση ανάμεσα στη ΝΔ και το
ΣΥΡΙΖΑ, τα εκβιαστικά διλήμματα και οι αυταπάτες για μια «αριστερή κυβέρνηση».
Είχαμε επίγνωση πως στις συνθήκες που διαμορφώνονταν, το εκλογικό αποτέλεσμα
της εκλογικής συνεργασίας θα μειωνόταν αισθητά.
Χωρίς βέβαια να υποτιμούμε και να παραγνωρίζουμε τη σημασία
ενός εκλογικού αποτελέσματος και τη σημαντική μείωσή του από τις 16.000 ψήφους
το Μάη, στις 7.650 ψήφους τον Ιούνη, ο πρώτος και καθοριστικός παράγοντας που
κυριάρχησε, και σωστά, ήταν η εκλογική συνεργασία ΚΚΕ (μ-λ) και Μ-Λ ΚΚΕ να
δηλώσει παρών στις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις, να μη λυγίσει μπροστά
στις δυσκολίες, να απευθυνθεί στον κόσμο που τη στήριξε, στέλνοντας μήνυμα
συνέχισης και προοπτικής της δράσης μας, θέτοντας παρακαταθήκες για τους
αυριανούς αγώνες που έρχονται. Προφανώς το βασικότερο πολιτικό πρόβλημα που
αντιμετώπισε η εκλογική συνεργασία στις 6 Μάη και πολλαπλασιαστικά στις 17
Ιούνη ήταν η πίεση και ο εκβιασμός της «χαμένης ψήφου» από την πρόταση του
ΣΥΡΙΖΑ για «αριστερή κυβέρνηση», οι μεγάλες προσδοκίες και αυταπάτες που
καλλιεργούσε ότι υπάρχει δυνατότητα σχηματισμού μιας κυβέρνησης που θα δώσει
άμεσες απαντήσεις στα φλέγοντα προβλήματα των εργαζομένων.
Φυσικά πίσω από τις θεωρίες του «μικρότερου κακού», της
«χαμένης» ή της «χρήσιμης» ψήφου, υπάρχει η πολύχρονη διαβρωτική επίδραση των
ρεβιζιονιστικών αντιλήψεων, η καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών πως
μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα από τις κάλπες τα προβλήματα των εργαζομένων
που σε συνθήκες άμεσης επιβίωσης για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού δυνάμωναν
κατακόρυφα.
Αν και βρέθηκε στο επίκεντρο της προεκλογικής μάχης που
δώσαμε η καταπολέμηση και ο περιορισμός όλων αυτών των αντιλήψεων, αποδείχθηκε
ιδιαίτερα δύσκολο να αντικρουστούν αποτελεσματικά στις διαμορφωμένες πολιτικές
συνθήκες και στο σύντομο διάστημα της προεκλογικής περιόδου. Το ζήτημα αυτό
συνδέεται με ένα σταθερό, πολύχρονο ιδεολογικοπολιτικό αγώνα αντιπαράθεσης
απέναντι στην ψευτοαριστερή, σοσιαλδημοκρατική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και ενάντια
στη ρεβιζιονιστική γραμμή του ΚΚΕ που θα φέρει στο προσκήνιο τον ανεξάρτητο
ρόλο και τη δράση του κομμουνιστικού μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος και την
ξεχωριστή ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του.
Από εκεί και πέρα, σε συνθήκες πόλωσης και εκβιαστικών
διλημμάτων, όπως εκφράστηκαν στα πλαίσια της Αριστεράς, πέρα από τα εφόδια του
γενικού πολιτικού προσανατολισμού και της αντιπαράθεσης με τα αντίπαλα
ιδεολογικά ρεύματα, πρωταρχική σημασία έχει η παρουσία και δράση οργανωμένων
δυνάμεων, η ύπαρξη σταθερών οργανωτικών και πολιτικών ερεισμάτων μέσα στους
εργαζόμενους που εξασφαλίζει την άμεση επαφή και στήριξη του κόσμου, κάτι που
δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τη γενική προπαγανδιστική δουλειά. Τα πολιτικά
και οργανωτικά ερείσματα είναι συγκριτικά περιορισμένα, οι δεσμοί με ευρύτερους
κύκλους αγωνιστών και εργαζομένων είναι αδύναμοι. Όπου στοιχειωδώς έχει
αντιμετωπιστεί αυτό το κρίσιμο ζήτημα, το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν θετικό.
Σε κάθε περίπτωση, το όποιο αριθμητικό αποτέλεσμα δεν μπορεί
να επισκιάσει τη συνολική πολιτική δράση που ανέπτυξε όλο αυτό το διάστημα η
εκλογική συνεργασία.
Πάνω από δύο μήνες, οι σύντροφοι και συναγωνιστές των δύο
οργανώσεων κινητοποιήθηκαν ακούραστα, μεταφέροντας το αγωνιστικό μήνυμα της
συνεργασίας σε χιλιάδες εργαζομένους, το μήνυμα της πάλης ενάντια στον
ιμπεριαλισμό και στην πολιτική της εξάρτησης, της φτώχειας και ανεργίας, τον
κοινό στόχο για την ανασυγκρότηση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος ενάντια
στο συμβιβασμό και τη συνθηκολόγηση.
Ποτέ σε όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν αναπτύχθηκε μια τόσο
πλατιά, ενιαία κινητοποίηση των δυνάμεων του κινήματός μας από τη μια μεριά της
χώρας μέχρι την άλλη, μέσα από δεκάδες συγκεντρώσεις, εξορμήσεις, αφισσοκολήσεις,
μοίρασμα υλικού, συσκέψεις και συζητήσεις, προβάλλοντας μια ξεκάθαρη πολιτική
κατεύθυνση και απαντώντας θετικά στην αγωνιστική απαίτηση ενός ευρύτερου
δυναμικού για μια σταθερή πορεία συνεργασίας και συσπείρωσης των δυνάμεών μας.
Η κοινή προεκλογική μάχη έφερε πιο κοντά τον κόσμο των δύο οργανώσεων, επέτρεψε
να γνωριστούν αγωνιστές ύστερα από πολλά χρόνια για πρώτη φορά σε τόση έκταση
και βάθος. Αυτός ο κοινός βηματισμός «από τα πάνω και από τα κάτω» δημιουργεί
τις βάσεις για τη στερέωση των συναγωνιστικών, συντροφικών δεσμών, αποτελεί
κέρδος και κατάκτηση για την κοινή μας υπόθεση.
Όλα αυτά πιστεύουμε πως αποτελούν τα βασικά στοιχεία της
προσπάθειάς μας, που αφήνουν πλούσια αγωνιστική παρακαταθήκη για την επόμενη
περίοδο, για την πορεία του κομμουνιστικού μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος.
Η εκλογική συνεργασία των δύο οργανώσεων δεν αποτέλεσε
τυχαία και ευκαιριακή συνεύρεση αλλά καρπό κοινών εκτιμήσεων και πολιτικών
στόχων σε βασικά ζητήματα και ξεκάθαρη στάση στο αίτημα της πολιτικής συσπείρωσης
και συνεργασίας ως απάντηση στην πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό.
Η μάχη των εκλογών, ένα συγκεκριμένο επεισόδιο της πολιτικής
πάλης τελείωσε και ξανοίγεται μπροστά μας ο αγώνας σε όλα τα πολιτικά,
κοινωνικά και ταξικά μέτωπα. O κοινός αγώνας που δόθηκε από τις δύο οργανώσεις
αποτελεί ένα πρώτο βήμα σ’ ένα μακρύ, επίπονο αλλά ελπιδοφόρο δρόμο.
Oι αγωνιστές, οι αριστεροί που μας στήριξαν, αλλά και όσοι
όλα αυτά τα χρόνια συγκρατήθηκαν στις όχθες του μαρξιστικού-λενινιστικού
ρεύματος, υποδήλωσαν με την ψήφο τους πως το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα
είναι εδώ, κόντρα στις πιέσεις και τις σειρήνες των αστικών και ρεφορμιστικών
κομμάτων.
Αξιοποιώντας όλες τις υποδείξεις, βελτιώνοντας τις αδυναμίες
μας, καταγράφοντας τις δυνατότητες, τις αντοχές αλλά και τις παραλείψεις μας,
εργαζόμαστε για την επόμενη μέρα με τη βεβαιότητα πως η συνεργασία των δύο
οργανώσεων εκφράζει ανάγκες της ταξικής πάλης, τις γνήσιες αγωνιστικές
απαιτήσεις ενός ολόκληρου κόσμου και τη διάθεσή του να στρατευτεί και να παλέψει
για μια πραγματική Κομμουνιστική Αριστερά.
Αυτό το μήνυμα πρέπει να μετουσιωθεί σε πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου