Θα μπορούσε να πει κάποιος με σχετική ευκολία ότι η ενασχόληση με το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι «ψιλά γράμματα» σε τέτοιους καιρούς.
Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο! Οι καιροί είναι τέτοιοι και χειρότεροι ακριβώς γιατί δεν ασχοληθήκαμε όσο πρέπει με το επαναστατικό κόμμα, την πρωτοπόρα οργάνωση της εργατικής τάξης. Αν αλωνίζουν λεύτερα διάφορες αστικές θεωρίες και ρεβιζιονιστικές (αναθεωρητικές) παραφυάδες τους είναι ακριβώς γιατί η θεωρία και η πράξη για το κόμμα έμειναν στο ιστορικό χρονοντούλαπο, στ’ αζήτητα, στο περιθώριο. Σήμερα ευδοκιμούν οι θεωρίες για την αμεσοδημοκρατία, την ευρωδημοκρατία, την πλαδαρότητα, τη μη στράτευση, το τυχαίο, δηλαδή ό,τι θεωρήσαμε πεθαμένο. Κατά μία τραγική παραξενιά η αντίδραση εκδικείται την Αριστερά γιατί δεν προχώρησε τα πράγματα, γιατί τα άφησε μετέωρα.
Η θεωρία
Ο Β. Ι. Λένιν θέλοντας να τονίσει την αξία της θεωρίας έγραψε πως «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα» και πως «το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα που καθοδηγείται από πρωτοπόρα θεωρία».
Στις μέρες μας η θεωρία υποτιμάται και γίνεται συστηματική προσπάθεια από τις κυρίαρχες δυνάμεις να υποκατασταθεί από τη θεαματική, φιγουρατζίδικη ενέργεια, τον λεγόμενο ακτιβισμό (acte=πράξη). Οι φιγουρατζήδες είτε το ξέρουν είτε όχι είναι «παιδιά» των αμερικάνικων σχολών της «πράξης». Όχι της κοινωνικής πράξης που βαφτίζει τη θεωρία, χρησιμοποιείται σαν δοκιμαστήριο αλήθειας και ανεβάζει τη θεωρία σ’ ανώτερο επίπεδο. Η αμερικάνικη πράξη είναι πρακτικισμός, είναι πραγματισμός, αληθινό είναι μόνο το ωφέλιμο. Οι πρακτικιστές – ακτιβιστές ζουν μέσα στο βίωμα του γεγονότος. Αναγορεύουν σε υπέρτατη αρχή το «ήμουν κι εγώ εκεί». Στο πεδίο της παιδαγωγικής επιστήμης συχνά ανοηταίνουν λέγοντας πως το παιδί πρέπει να ζήσει π.χ. την ιστορία. Αντί της αφαιρετικής σκέψης, της αναγωγής, της σύγκρισης του υλισμού εντέλει, νομίζουν ότι μπορούν να ζήσουν (βιώσουν) το Μεσαίωνα.
Ο Β. Ι. Λένιν υποστήριξε ότι η εργατική τάξη και το κόμμα της πρέπει να διεξάγει ανειρήνευτο αγώνα σε τρία επίπεδα. Οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα ότι ο ιδεολογικός αγώνας είναι πιο σύνθετος και πιο σκληρός. Στο σπουδαίο έργο του «Τι να κάνουμε» έγραφε:
«Το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι. Είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος όρος δεν υπάρχει. Για το λόγο αυτό κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση από αυτή σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας».
Το ζήτημα της θεωρίας και η απαρασάλευτη προσήλωση στις επαναστατικές αρχές δυνάμωσε το κόμμα των μπολσεβίκων, το οποίο κατόρθωσε σε είκοσι χρόνια από την ίδρυσή του ν’ ανατρέψει το καθεστώς των Τσάρου-Κερένσκι και να ιδρύσει το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος.
Θα υποστήριζε όμως κάποιος ότι αρκεί η θεωρία και η ιδεολογία για να υπάρξει το πρωτοπόρο κόμμα; Αν ήταν έτσι θ’ αρκούσε η διατύπωση μιας πρωτοπόρας επιστημονικής θέσης για να «γίνουν σκόνη» οι παλιότερες. Θα αρκούσε μία ιδέα ν’ αλλάξει τον κόσμο, όπως διαδίδουν σκόπιμα και ανόητα οι επιστήμονες της “νέας αριστεράς”. Αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν υφίσταται μόνο πάνω σε ιδεολογικοπολιτικές αρχές. Οφείλει, για να στερεώσει την ενότητα και συνοχή της εργατικής τάξης, να εξασφαλίζει την υλική και οργανωτική του συνοχή, να υπάρχει σαν τέτοιο. Πάλι ο Λένιν έλεγε «πρέπει να είναι ικανό να δημιουργήσει οργανωτικές σχέσεις τέτοιες που να εξασφαλίζουν ένα ορισμένο επίπεδο συνειδητότητας και ν’ ανεβάζουν συστηματικά αυτό το επίπεδο». Κάθε λογής διαλυτιστές, αστοί κονδυλοφόροι, αναθεωρητές της σειράς και αυθορμησίες της στιγμής δείχνουν τα κομμουνιστικά κόμματα φωνάζοντας ότι «άλλαξαν οι καιροί». Πως τα έργα «Τι είναι οι φίλοι του λαού», «Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας», «Ένα βήμα μπρος δύο βήματα πίσω» και κυρίως το «Τι να κάνουμε» αφορούν άλλες εποχές και πως τώρα χρειαζόμαστε ομίλους, δίκτυα, ανοικτές συνελεύσεις κλπ. Μάλιστα μερικοί προχωρούν παραπέρα. Σηκώνουν το δάκτυλο προς τα κομμουνιστικά κόμματα απαιτώντας «να διαλυθούν».
Την ίδια ώρα η άρχουσα τάξη διαθέτει το κράτος της, τα ΜΜΕ, στρατό, αστυνομία, υλική στήριξη, σχολεία, εκκλησίες και το κρυφό χαρτί του ανοικτού φασισμού.
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς πολύ μυαλό για να αντιληφθεί ότι αυτές οι φωνές υπηρετούν το αστικό σύστημα, εξ ολοκλήρου, εξ αδιαιρέτου και δια παντός. Άλλωστε η σύγχρονη ελληνική ιστορία αυτό αποδείχνει. Όσο το κομμουνιστικό κόμμα, στις αρχές του 20ού αιώνα διέθετε ιδεολογία, πολιτική και οργάνωση έκανε τα πάντα. Όταν, μετά την κακόφημη 6η Ολομέλεια του 1956 πέρασε στο διαλυτισμό, το ρεβιζιονισμό και την ενσωμάτωση έγινε «παίγνιο των αντιπάλων» του. Το ίδιο συμβαίνει και με την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης. Η αλλαγή προς το χειρότερο των εργασιακών όρων είναι υλικός παράγοντας αποσταθεροποίησης και διάλυσης. Η ανυπαρξία ισχυρού μαζικού επαναστατικού κόμματος είναι ισχυρός λόγος που οι αγώνες τερματίζουν από όπου άρχισαν ή γίνονται εύκολη λεία αστών και ρεφορμιστών. Το ξάφρισμα συνειδήσεων και αγωνιστών από τον ΣΥΡΙΖΑ έγινε ευκολότερο χάρις στην απουσία του εργατικού υπερόπλου που είναι το κόμμα. Η αριστερά σαν πολιτικός όρος έγινε βορά των θρασιμιών του αστικού κόσμου, τζόγος, καριέρα, ένα τίποτα. Αντίθετα τη μεγάλη δεκαετία 1940-1950 η αριστερά έγινε συνώνυμη του ΚΚΕ γιατί το τελευταίο ήταν ο κινητήρας όλων των εξελίξεων, φάρος εμπνεύσεων, οδηγός δράσης.
Ο Β. Ι. Λένιν υποστήριζε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το πιο πρωτοπόρο και συνειδητό τμήμα της εργατικής τάξης: «Είμαστε το κόμμα μιας τάξης και γι’ αυτό όλη η τάξη πρέπει να σμίγει όσο μπορεί σφικτά με το κόμμα μας• θα ήταν όμως μανιλοφισμός και «χβοστισμός» (σ.σ. πολιτική ουράς) αν νομίζαμε ότι μέσα στον καπιταλισμό σχεδόν όλη η τάξη είναι ποτέ σε θέση ν’ ανυψωθεί ως τη συνειδητότητα και τη δραστηριότητα του πρωτοπόρου της τμήματος του σοσιαλδημοκρατικού (σ.σ. του κομμουνιστικού) κόμματός της».
Το κομμουνιστικό κόμμα είναι η πλέον ανώτερη και συνειδητή έκφραση της ταξικής οργάνωσης. Διαθέτει πρόγραμμα, στόχους και οφείλει να διαπαιδαγωγεί τα μέλη του και όλη την τάξη για την προετοιμασία και διεξαγωγή της επανάστασης. Η λαϊκή επανάσταση και ο σοσιαλισμός είναι οι απώτατοι και «ιεροί» σκοποί του κομμουνιστικού κόμματος. Γι’ αυτόν το σκοπό η κομματική ζωή απαιτεί ενότητα πράξης, δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και εσωτερική δημοκρατία.
Οι αστοί αλλά και κάθε λογής αναθεωρητές φωνάζουν πολύ για την έλλειψη δημοκρατίας στα κομμουνιστικά κόμματα. Είναι οι ίδιοι που ταΐζουν «κουτόχορτο» τον κόσμο και δοκίμασαν παντοειδή βασανιστήρια στους πραγματικούς κομμουνιστές.
Αλλά ας μας πει οποιοσδήποτε πολέμιος του κόμματος πού και πότε η μεμονωμένη γνώμη ενός πολίτη πάρθηκε υπόψη από τους κήρυκες του αστοφιλελευθερισμού. Αντίθετα έχουμε χιλιάδες περιπτώσεις συνειδητών επαναστατών που οι γνώμες τους πολλαπλασιάστηκαν ανάμεσα στους ομοϊδεάτες τους, δηλαδή μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, δηλαδή η διαλεκτική σχέση δημοκρατίας και πειθαρχίας, μετατρέπει ένα κόμμα σε μία δημιουργική και παραγωγική ομάδα, μία κυψέλη που δουλεύει σαν μια γροθιά, με ένα στόχο και ένα πλάνο.
Η παλινόρθωση και οι νέες συνθήκες
Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες επαναφέρει με δριμύτητα το θέμα του κόμματος.
Παρεμπιπτόντως να τονίσουμε πως απέναντι στο κολοσσιαίο γεγονός αναπτύχθηκαν ως σήμερα τρεις θεωρίες: Οι αστοί μίλησαν για κατάρρευση, οι ρεβιζιονιστές για ανατροπή και οι μαρξιστές λενινιστές για παλινόρθωση (αφήνουμε κατά μέρος το τροτσκιστικό-αναρχικό ρεύμα γιατί το θεωρούμε ανάξιο προσοχής για το συγκεκριμένο ζήτημα). Προκύπτει αίφνης το ερώτημα που απασχολεί εκατομμύρια ανθρώπους και προσανατολίζει τις πολιτικές αξίες και απαξίες τους.
-Και με το κόμμα των μπολσεβίκων τι έγινε;
-Γιατί τόσο “εύκολα” παλινορθώθηκε ο καπιταλισμός;
-Ακόμα και η Πολιτιστική Επανάσταση γιατί δεν απέτρεψε τον καπιταλισμό στην Κίνα;
Για μας οι απαντήσεις θα δοθούν βεβαίως στο πολιτικό και θεωρητικό πεδίο αλλά θα επικυρωθούν στο πεδίο της πράξης και της ταξικής πάλης. Έτοιμες συνταγές και λύσεις δεν υπάρχουν για τον ακριβή ρόλο του κόμματος στις συνθήκες του σοσιαλισμού και θα χρειαστούν πολλές πολιτιστικές επαναστάσεις για να μπει οριστικά στο χρονοντούλαπο ο καπιταλισμός, ο οποίος αντιπροσωπεύει την κορωνίδα των εκμεταλλευτικών συστημάτων.
Ωστόσο είμαστε σοφότεροι από χτες και πιο σίγουροι για τον δρόμο του κομμουνιστικού κόμματος στο σοσιαλισμό.
– Το κομμουνιστικό κόμμα εξακολουθεί να υφίσταται στο σοσιαλισμό, δεν διαχέεται, δεν διαλύεται σε παλλαϊκό κόμμα στο παλλαϊκό κράτος (χρουστσιωφική θεωρία)
– Το κόμμα διαδραματίζει τον πρωτοπόρο -καθοδηγητικό του ρόλο ως εθελοντική ένωση των πιο συνειδητών στοιχείων της τάξης.
– Το κόμμα δεν κρατικοποιεί τις λειτουργίες του.
– Όσο κι αν συμπλέκεται αναγκαστικά με τις κρατικές δομές διατηρεί την αυτοτέλεια και την αυτονομία του και ταυτόχρονα παλεύει να δημιουργηθούν οργανώσεις που να εκφράζουν αυθεντικά τη λαϊκή πρωτοβουλία και ανάγκη (γυναικών, νέων, πολιτισμού, αθλητισμού κλπ).
– Το επαναστατικό κόμμα στο σοσιαλισμό παλεύει ενάντια στις κοινωνικές διακρίσεις με βάση τον πολιτικό προσανατολισμό. Η παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ πριν ξεψυχήσει φανερά είχε ως αρχή «τα δικά μας παιδιά», γεγονός που δημιουργούσε αποστροφή στις μάζες.
– Το κόμμα βαφτίζεται –σαν τον μυθικό Ανταίο- ξανά και ξανά μέσα στην κοινωνία. Δοκιμάζει τις αντοχές, τη θεωρία και την πολιτική του μέσα στις μάζες σύμφωνα με τη θέση πως υπηρετεί την τάξη και όχι το αντίθετο.
– Γνωρίζουμε από την ιστορική μας πείρα ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα –κυρίως σε ΕΣΣΔ και Κίνα- έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους στις φάσεις του εθνικού και ταξικού πολέμου. Δεν λογάριασαν θυσίες και κόπους προκειμένου να μείνει το έθνος τους λεύτερο και να συντριβούν εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί. Οι κομμουνιστές δεν κρύφτηκαν στον πόλεμο, δε λάκισαν, δεν αξιοποίησαν κανένα προνόμιο όπως βλέπουμε να κάνουν σήμερα οι κρατικολάγνοι αστοί και αναθεωρητές.
– Το κόμμα κάνει διάκριση σύμφωνα με τη διδασκαλία του Μάο ανάμεσα στους δύο τύπους αντιθέσεων. Υπάρχουν αντιθέσεις ανάμεσα στο λαό που λύνονται με πειθώ, διάλογο και διαπαιδαγώγηση και αντιθέσεις ανάμεσα στο λαό και τον εχθρό που λύνονται με βία και σύγκρουση. Ποτέ δεν πρέπει να μπλέκουμε τους δύο τύπους αντιθέσεων. Το κόμμα οφείλει να ενθαρρύνει τις συζητήσεις ανάμεσα στις λαϊκές δυνάμεις στις συνθήκες δικτατορίας του προλεταριάτου και ταυτόχρονα ν’ ασκεί την πιο αποτελεσματική πολιτική πίεση στις εχθρικές δυνάμεις είτε πρόκειται για τους παλιούς αστούς είτε για νέους που τρυπώνουν σαν ποντίκια στις δομές του σοσιαλισμού.
Απαντήθηκαν τα ερωτήματα που σχετίζονται με το ρόλο του κόμματος σε σχέση με την παλινόρθωση; Η τελική απάντηση, αυτή που θα αποτελέσει και το αλάνθαστο κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη. Αλλά για να φτάσουμε ως εκεί θα πρέπει να δουλεύουμε με την κατακτημένη και μετασχηματισμένη πείρα. Και αυτή μας διδάσκει ότι πρέπει «όλοι οι δρόμοι να οδηγούν στη Ρώμη» και όλες οι προσπάθειες να βαρούν στο αμόνι, που σημαίνει πως είτε η τάξη θ’ αποκτήσει το κόμμα της για να συγκροτηθεί σε αυτοδύναμο κοινωνικό τμήμα είτε θα βολοδέρνει ανάμεσα στο βάλτο των αστορεφορμιστικών κομμάτων.
Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει, δεν βρέθηκε ούτε θα εφευρεθεί.
Στις δοσμένες συνθήκες η διδασκαλία του Λένιν για το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτελεί ανεκτίμητη πηγή συνεισφοράς και παρακαταθήκης.
Για το κόμμα μας, το Μ-Λ ΚΚΕ, η θεωρία και πρακτική γύρω από το επαναστατικό υποκείμενο αποτελεί λυδία λίθο.
Αντιλαμβανόμαστε πλήρως τις διαλυτικές κι «εύκολες» λύσεις που φέρνουν μία πολιτική ανάγκη στα όρια του υποκειμενισμού και της ατομικής λύσης.
Δεν συμφωνούμε. Όλοι οι ιστορικοί δείκτες, οι σημερινές πολιτικές αδυναμίες, οι ματαιωμένοι αγώνες, τα μισοτελειωμένα πολιτικά σενάρια φωνάζουν :
«Να φτιαχτεί το επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα».
Δηλαδή να γίνει η πολιτική ανάγκη κοινωνικό και ατομικό χρέος.
Πηγή: Μ-Λ ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου